Δημοτικό τραγούδι: Χωρισμός – αδίδακτο κείμενο από Τρ. θεμάτων: ερμηνεία και απαντήσεις

Click to access GI_A_NEL_0_5185.pdf

(προσωπογραφία της ποιήτριας Άννας Αχμάτοβα: 1889-1966)

Α. Ερμηνεία του κειμένου

Λέξεις

μαλαματιένιος: από μάλαμα, από χρυσάφι, χρυσός, φτερνιστήρι: το σπηρούνι, βολές: φορές.

 

Νόημα

Ήρθε ο Μάης μήνας με τον καλό καιρό του και ο ξενιτεμένος ετοιμάζεται να γυρίσει στην πατρίδα. Μια κόρη όμως που τον αγαπάει θέλει να την πάρει μαζί της. Όμως αυτός της το αρνιέται και δικαιολογεί την άρνησή του αυτή με το γεγονός πως στην πατρίδα του (πρόκειται μάλλον για την Ελλάδα της εποχής της Τουρκοκρατίας) δεν είναι γι’ αυτή εύκολο να φτάσει, γιατί έχει βουνά με λύκους και κλέφτες που μπορεί να την πιάσουν και να την κάνουν σκλάβα τους, όπως μπορεί και να κάνουν τον ίδιο.

 Μορφή και περιεχόμενο του κειμένου

Το δημοτικό αυτό τραγούδι ανήκει στον κύκλο της ξενιτιάς.

Η γλώσσα του είναι ιδιαίτερα απλή με ελάχιστες πιθανόν άγνωστες λέξεις, λιτή, εκφραστική και μουσική.

Το ύφος είναι εκφραστικά δυνατό, γοργό και ανεπιτήδευτο.

Η τεχνική του κειμένου βασίζεται στο διάλογο και στη χρήση της υπερβολής.

Από άποψη εκφραστικών μέσων το ποίημα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δε χρησιμοποιεί παρά δυο επίθετα κι’ αυτά είναι απόλυτα αναγκαία στο κείμενο προκειμένου να εκφράσουν έμμεσα το γεγονός πως ο σκοπός για τον οποίο ο ξένος βρίσκεται στη ξενιτιά έχει εκπληρωθεί, έχει γίνει δηλαδή πλούσιος, αφού «φκιάνει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια». Βέβαια αυτό εκφράζεται με τον τρόπο της υπερβολής.

Η υπερβολή όμως είναι βασικά εκφραστικό στοιχείο μέσα στο ποίημα: «νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει». Με αυτή την υπερβολή υποδηλώνεται η μεγάλη βιασύνη του ξένον να γυρίσει στην πατρίδα του. «Να γένω γης να με πατάς, γιοφύρι να διαβαίνεις, να γένω κι ασημόκουπα να πίνεις το κρασί σου….». Με τις υπερβολές αυτές που λέει η κόρη (σχήμα αδυνάτου) θέλει να εκφράσει τη μεγάλη της αγάπη για τον ξένο και τον πόθο της να την πάρει μαζί του.

Δυο βασικά συναισθήματα κυριαρχούν στο ποίημα. Ο πόθος του ξένου να γυρίσει στην πατρίδα του και η αγάπη της κόρης γι’ αυτόν. Όμως αυτό που προκύπτει ως βασικό μήνυμα (κεντρική ιδέα) στο ποίημα είναι η δύναμη της αγάπης και του πόθου κάθε ξενιτεμένου να επιστρέψει στη γενέτειρά του όσο κι αν στην ξενιτιά βρίσκει πλούτο και αγάπη από τους ανθρώπους που μένουν εκεί. Το ότι στην πατρίδα έχει λύκους και κλέφτες στα βουνά δεν του μειώνει αυτό τον πόθο του γυρισμού. Αυτός θα γυρίσει.

 Συνολική εκτίμηση

Το δημοτικό αυτό τραγούδι είναι από τα πλέον ωραία δημοτικά. Ιδιαίτερη εντύπωση μας κάνει η λιτότητα της έκφρασης και η υποβλητική δύναμη των υπερβολών που υπάρχουν σε αυτό.

Β. Απαντήσεις στα θέματα της Τράπεζας Θεμάτων

α.

α.1. Το δημοτικό τραγούδι ανήκει στην παραδοσιακή ποίηση.

α.2. Τέσσερα σχετικά χαρακτηριστικά που δικαιολογούν ότι το ποίημα αυτό ανήκει στην παραδοσιακή ποίηση είναι: α) διαθέτει ομοιοκαταληξία (ζευγαρωτή, ααββ), β) διαθέτει μέτρο (δηλ. το ξεχωριστό μουσικό γνώρισμά που παίρνει ο στίχος από τον σταθερό και σε συγκεκριμένες συλλαβές τονισμό του), γ) το ποίημα έχει ρυθμό (δηλ. το ευχάριστο συναίσθημα που δημιουργείται από το κανονικό πέρασμα του τόνου) και δ) το ποίημα διακρίνεται για το λυρισμό του (περιγραφή και εξύμνηση συναισθημάτων ή ιδεών, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες κατανόησης).

α.3. Ο τίτλος του ποιήματος είναι «Χωρισμός». Ο τίτλος αυτός ανταποκρίνεται απολύτως στο περιεχόμενο, γιατί περιγράφεται η απόφαση ενός ξένου να επιστρέψει στον τόπο του, παρ’ όλες τις παρακλήσεις της αγαπημένης του να μη φύγει ή τουλάχιστον να την πάρει μαζί του. Ο ξένος, πάντως, το αρνείται, λέγοντάς της ότι εκεί που πάει είναι άγριος τόπος. Μερικοί στίχοι που παραπέμπουν άμεσα στο χωρισμό είναι: «Τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάγει, / νύχτα σελώνει τ’ άλογο…» (η προετοιμασία του ξένου για να φύγει) και «-Πάρε μ’, αφέντη, πάρε με, πάρε κι εμέ κοντά σου» (η παράκληση της γυναίκας να την πάρει μαζί του).

β

β.1. Τρεις εικόνες στο κείμενο είναι: α) «τώρα φουντώνουν τα κλαδιά κι ανθίζουν τα λουλούδια»νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει» και «Κι η κόρη, όπου τον αγαπάει, κρατεί κερί και φέγγει / με το ‘να χέρι το κερί, με τ’ άλλο το ποτήρι». Τρεις επαναλήψεις: α) οι τρεις πρώτοι στίχοι (επανάληψη του «τώρα»), β) ο 4ος στίχος (επανάληψη του «νύχτα»), γ) ο 3ος και 4ος στίχος της δεύτερης στροφής (επανάληψη του «να γένω»).

β.2. Ο διάλογος στο ποίημα αυτό εντοπίζεται στη δεύτερη στροφή, με την αγαπημένη να παρακαλεί τον ξένο να την πάρει μαζί του λέγοντάς του πως θα τον φροντίζει κι ο ξένος να της απαντά ότι εκεί που πάει είναι άγριος τόπος και μπορεί να την αρπάξουν, ακόμη και τον ίδιο να σκοτώσουν. Ο διάλογος αυτός ζωντανεύει για τον αναγνώστη την επιθυμία της νέας να πάει μαζί με τον αγαπημένο της, αλλά και την αντικειμενική δυσκολία να γίνει αποδεκτή αυτή η επιθυμία της.

β.3. Στην πρώτη στροφή χρησιμοποιείται ενεστώτας (και γ’ πρόσωπο), όπως π.χ. βούλεται, σελώνει, αγαπάει, κρατεί κ.λπ.. Η χρήση του ενεστώτα και του β΄ ενικού προσώπου κάνει τη σκηνή ζωντανή, σαν να εξελίσσεται τώρα. Καθιστά διαρκή την επιθυμία. Τονίζει την επαναληπτικότητα της επιθυμίας στους νέους και στην ουσία συμπληρώνει την έννοια του επιρρήματος «τώρα«, εξηγεί γιατί επιστρέφει «τώρα». Άλλος χρόνος θα έδινε στην περιγραφή έννοια παρελθόντος (π.χ. βουλόταν, κρατούσε, του έλεγε κ.λπ.). Το γ’ πρόσωπο σηματοδοτεί την αφηγηματικότητα του ποιήματος.

Ζαχαρία Παπαντωνίου, Η γυναίκα του Μαλή (Τράπεζα θεμάτων: αδίδακτο κείμενο)

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ (1877-1940)

Η γυναίκα του Μαλή (απόσπασμα)1


[Της Έλλης Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη (Nelly’s): της πρώτης Ελληνίδας φωτογράφου]

[…] «Η μαύρη η γυναίκα μου. Πέθανε πέρσι τέτοιον καιρό. Μα δεν ήταν σαν όλες! Ήταν γυναίκα, που λες, η Βάντα! Τι να στα λέω. Δεν είμαστε παντρεμένοι επτά μήνες που ο σατανάς ο αφορεσμένος τώβαλε να κάμω το φόνο και να πάρω τα βουνά. Φυγοδίκησα. Άφηνα μια γυναίκα πίσω μου, την ίδια για το σπίτι, για το χωράφι, για τα πρόβατα, για το παιδί που θάκανα σε δύο μήνες. Και τάβγαλε πέρα η άραχλη2! Κόπηκε, που λες, χίλια κομμάτια, και το σπίτι έβγαζε καπνό, και το χωράφι καλαμπόκι, και τα πρόβατα βόσκαγαν, και το παιδί τραγουδιώτανε στην κούνια. Αυτά, θα πεις: Αυτά είναι μικρά πράγματα. Το μεγάλο είναι τούτο. Τ’ αποσπάσματα έμπαιναν στο σπίτι, έχυναν τ’ αλεύρι, φοβέριζαν το παιδί, έκαναν κατάλυμα, βάζανε μαχαίρι στο κοτέτσι. Η γυναίκα στέκονταν βράχος. Τώρα τους έβριζε, ύστερα τους ξεγέλαγε, τους ξανάβριζε, τους έπαιρνε με το καλό.

Μια φορά είχα κατεβεί τη νύχτα στο σπίτι μου και το πρωί με πήραν μυρωδιά οι χωροφυλάκοι. Ως που να στρίψω σε δυο τρία σπίτια, πέντε τουφεκιές από πίσω μου. Τη γλύτωσα. Οι σταυρωτήδες3 από κοντά μου, αλλά του κάκου. Μ’ έχασαν. Ένας χωροφύλακας σε λίγη ώρα με πετυχαίνει κοντά στη βρύση. Σηκώνει το όπλο. Η γυναίκα μου του πιάνει τα χέρια, τον κυλάει κάτω, αρχίζει το πάλεμα. Ως να παλέψει ο χωροφύλακας το θηλυκό, επήρα καιρό και χάθηκα στα πλατάνια. Έμαθα ύστερα πως η Βάντα του πήρε το όπλο, κι εκείνος πάει στο Στρατοδικείο. Δεκαπέντε χρόνια αυτή ήταν η ζωή μου. Η γυναίκα μου να παλέβει με τ’ αποσπάσματα, να δέρνεται, να δέρνει, να της χύνουν το καλαμπόκι, κι αυτή να το μαζεύει σπυρί με σπυρί. Αυτό το θηλυκό το κοντούλικο -μια χαψιά ήτανε- μέσα σ’ αυτό το χαροπάλεμα4 έσκαβε το χωράφι, βοσκούσε τα πρόβατα, αλώνιζε, κρατούσε το σπίτι, μεγάλωνε τα παιδιά μας, γιατί εφτά τάκαμεν όλα.

Τέλειωσεν αυτή η ζωή. Με λάβωσαν, παρουσιάστηκε, μ’ έρριξαν σε μια φυλακή πέντε μέρες μακριά απ’ το χωριό. Μια μέρα κοιτάζοντας τα βουνά απ’ το παραθύρι της φυλακής βλέπω από κάτου άξαφνα τη γυναίκα μου.

-Σ’ είσαι, ορή Βάντα:

-Ναι.

-Μοναχή, ορή:

Δεν ήταν μοναχή. Ήρθε με τα πόδια, πέντε μέρες δρόμο, σέρνοντας τα εφτά παιδιά, το μουλάρι και το βόϊδι. Το σπίτι μας, καταλαβαίνεις, τ’ άνοιξε κοντά στη φυλακή. Επούλησε το μουλάρι και πήρε το μαγαζί της φυλακής. Έβαλε την ποδιά, έγινε μαγαζάτορας. Κατάφερε να πάρει στη φυλακή ελεύθερο το έμπα και το έβγα. Μαγέρευε για τους φυλακισμένους και για τους στρατιώτες. Έπλενε τα σκουτιά5 τους. Τα παιδιά μας τα σκόρπισε δουλευτάδες στη χώρα, άλλα τα κράτησε μέσα στο μαγαζί. Με τέτοιον τρόπο έμπαζε ούζο για τους φυλακισμένους μέσα στο ψωμί και μέσα στα ρούχα της -αυτή η δουλειά έφερνε λεφτά- που εστράβωσε τη φρουρά, δεν την έπαιρνε κανείς χαμπάρι. Δεν ήταν πράμα που δεν τώκανε για να μη μας λείψει το ψωμί. Είχα το σπίτι μου απ’ όξω απ’ τη φυλακή, έβλεπα τον καπνό του σπιτιού μου, τζάκι δικό μου, νοικοκυριό! Δεκατρία χρόνια τούτη η δουλειά. Στα δεκατρία ήρθε κι έλιωσε. Δούλεψε, δούλεψε, μα στο στρώμα δεν έπεφτε. Τις μέρες που κόντεβα να βγω, μια νύχτα κρύα, μπήκε τέλος ο Χάρος μέσ’ το μαγαζί, και την ήβρε που έπλενε. Έπεσε μεσ’ στη σκάφη…»

Ο Μαλής ξανατράβηξε βαθειά τη σκαλισμένη πίπα.

-Πολλές φορές, είπε, ο άντρας είναι άντρας, γιατί τον κάνει τέτοιον μια γυναίκα, μια τόση δα γυναίκα, που δεν την παίρνεις για μισό μερδικό. Εγώ τώρα, καθώς καταλαβαίνω, δεν είμαι για να φάω γλυκό ψωμί. Με τραβάει το βουνό. Δεκαπέντε χρόνια το τήραγα6 απ’ το παραθύρι της φυλακής… Βρε μου καμμιά δουλειά.

-Σαν τι δουλειά; Να σε βάλω σε καμμιά πόρτα; Να φυλάς τίποτα υλικά…

-Ορέ αυτά είναι καμπίσια πράματα, πού είμαι γω για τέτοια! Βάλε με σε τίποτα αμπέλια δραγάτη7 να γλέπω και τα βουνά. Σπίτι δε μου πάει τώρα, μόνο σε δραγατσιά μπορώ να ξανασάνω λίγο. Άιντε ορή Βάντα, κατακαϋμένη Βάντα, να φαινόσουν από καμμιά μεριά!

(Από τη συλλογή διηγημάτων, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1927)

 ________________________________________________________________________

1 Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία της πρώτης έκδοσης

2 (η) άραχλη: εκαταλελειμμένη, μόνη, δυσάρεστη

3 (ο) σταυρωτής: χωροφύλακας, βασανιστής

4 (το) χαροπάλεμα: επιθανάτια αγωνία, βιοπάλη

5 σκουτιά: ρούχα

6 τήραγα: κοιτούσα

7 (ο) δραγάτης: ο αγροφύλακας

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α

α.1. Να επισημάνετε τους δύο (2) βασικούς ήρωες (4 μονάδες) και τα δευτερεύοντα πρόσωπα του αποσπάσματος. (5 μονάδες)

α.2. Να προσδιορίσετε τις αλλαγές στον τόπο της αφήγησης, ο οποίος καθορίζεται από την εξέλιξη της ιστορίας. (8 μονάδες)

α.3. Να κατονομάσετε το πρόσωπο που αφηγείται στο τμήμα του κειμένου που παρατίθεται εντός εισαγωγικών και να αναφερθείτε σύντομα στην προσωπικότητά του. (8 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25

β

β.1. Να χαρακτηρίσετε την ηρωίδα του κειμένου λαμβάνοντας υπόψη τη στάση που
κράτησε απέναντι στην οικογένειά της. (10 μονάδες)

β.2. «-Πολλές φορές ο άντρας είναι άντρας γιατί τον κάνει τέτοιον μια γυναίκα, μια
τόση δα γυναίκα, που δεν την παίρνεις για μισό μερδικό.» Να σχολιάσετε το
παραπάνω απόσπασμα λαμβάνοντας υπόψη τα κοινωνικά στερεότυπα γύρω από τις
σχέσεις των δύο φύλων την εποχή που αναφέρεται το κείμενο. (15 μονάδες)

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25

Απαντήσεις

α.1. Δύο είναι οι βασικοί ήρωες του αποσπάσματος: ο Μαλής και η γυναίκα του, η Βάντα, ενώ τα δευτερεύοντα πρόσωπα του αποσπάσματος είναι οι χωροφύλακες, τα εφτά παιδιά της οικογένειας, ο αφηγητής, οι κρατούμενοι και οι δεσμοφύλακες.

α.2. Πρώτος τόπος όπου εκτυλίσσεται η αφήγηση είναι το χωριό του Μαλή –ορεινό, όπου η κύρια πηγή εσόδων των κατοίκων του ήταν η γεωργία και η οικιακή κτηνοτροφία- και ειδικότερα το σπίτι του. Ωστόσο, σχεδόν παράλληλα αναφέρεται και ένας άλλος τόπος, ακριβώς δίπλα στο χωριό, το βουνό όπου έζησε ο Μαλής, φυγοδικώντας, για δεκαπέντε χρόνια. (Θυμόμαστε ότι ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε και έζησε μέχρι και τα εφηβικά του χρόνια στο Καρπενήσι και έγραψε πεζά και ποιήματα φυσιολατρικά, που χαρακτηρίζονται από τα ηθογραφικά τους γνωρίσματα). Έπειτα μεταφερόμαστε στη φυλακή, πέντε μέρες δρόμο από το χωριό. Εκεί ο Μαλής έζησε για άλλα δεκαπέντε χρόνια. Αυτοί οι δύο τόποι αναφέρονται σε παρελθόντα χρόνο. Τέλος, στο παρόν, ο Μαλής ελεύθερος πια, λίγο μετά την αποφυλάκισή του, ενώ έχει χάσει τη γυναίκα του εδώ και έναν χρόνο, κουβεντιάζει με τον αφηγητή σε μέρος καμπίσιο, δεν του αρέσει εκεί και του λείπει το βουνό, το χωριό του και η γυναίκα του.

α.3.  Το πρόσωπο που αφηγείται στο τμήμα του κειμένου που παρατίθεται εντός εισαγωγικών είναι ο Μαλής. Πρόκειται για έναν άντρα ευέξαπτο, αφού «ο σατανάς ο αφορεσμένος τώβαλε να κάμει το φόνο…», ελεύθερο, ανυπότακτο πνεύμα, γιατί διαφορετικά θα παραδινόταν και θα περνούσε από δίκη για να εκτίσει την ποινή φυλάκισής του και δεν θα κρυβόταν σε βουνό δεκαπέντε χρόνια…, αλλά και ευαίσθητο, δεμένο με τον τόπο του και ευγνώμονα απέναντι στη γυναίκα του, την οποία αγαπάει βαθιά. Το τελευταίο μάλιστα χαρακτηριστικό του διαπνέει όλο το διήγημα και πραγματικά συγκινεί. Ο Μαλής δεν περιγράφεται ως ένας φονιάς, ανίκανος να αγαπήσει και να αγαπηθεί, κάτι που θα ήταν φυσικό να το περιμένει κανείς από κάποιον φυγόδικο για 15 χρόνια και φυλακισμένο για άλλα 15. Αντιθέτως, παρουσιάζεται ως ένας άνθρωπος με ευαισθησίες και που, σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία των πρώτων 10ετιών του 20ού αι. (το διήγημα εκδόθηκε το 1927), αγαπά τη γυναίκα του και αναγνωρίζει τη δουλειά της, την ικανότητά της, την αυτοθυσία της, τους κόπους της.

β

β.1. Η ηρωίδα του κειμένου είναι αφοσιωμένη στον άντρα και τα παιδιά της, δυνατός χαρακτήρας, υπομονετική αλλά και πείσμων,  εξαιρετικά εργατική, με βαθιά αγάπη και αφοσίωση στην οικογένειά της, αληθινή ηρωίδα. Αποτελεί μια γυναίκα – σύμβολο, «βράχο», όπως τη χαρακτηρίζει και ο άντρας της, που δεν λογαριάζει το αδύναμο του φύλου της, αλλά αναλαμβάνει τα βάρη της οικογένειας, μάχεται για αυτά με κάθε (έντιμο) μέσο, αντικαθιστά παραπάνω από επάξια τον άντρα του σπιτιού, στηρίζει όλους -οικονομικά, ψυχολογικά, ακόμη και σωματικά, όταν παλεύει με το χωροφύλακα, για να σώσει τον άντρα της από τη φυλακή- και, μάλιστα, χωρίς να τη στηρίζει κανένας (κάποιος συγγενής ή φιλικό πρόσωπο)! Παράλληλα, στο θέμα της εντιμότητάς της ως συζύγου, είναι απίστευτα πιστή απέναντι στο φυλακισμένο σύζυγό της, σε σημείο που βρίσκει τρόπο και μετακομίζει με τα εφτά παιδιά τους και εργάζεται εκεί που είναι αυτός! Η πολλή δουλειά, οι πολλές ευθύνες και οι κακουχίες είναι τόσα που φτάνουν στο σημείο να την εξουθενώνουν, ώσπου στο τέλος χάνει ακόμα και τη ζωή της, την ώρα που εργάζεται! Ο Ζ. Παπαντωνίου την παρουσιάζει μέσα από τα λόγια του συζύγου της, Μαλή, ως γυναίκα – πρότυπο για τη δύσκολη εποχή των πρώτων δεκαετιών του 20ού αι. στη φτωχή Ελλάδα.

β.2. Τα κοινωνικά στερεότυπα γύρω από τις σχέσεις των δύο φύλων γύρω στα 1920-1930 στην Ελλάδα θέλουν τη γυναίκα υποδεέστερη του άντρα, χωρίς ίσα δικαιώματα με αυτόν σε οποιοδήποτε τομέα. Η θέση της γυναίκας ήταν κατώτερη από του άντρα τόσο μέσα στην οικογένεια όσο και έξω από αυτήν: από την εκπαίδευση και την εργασία μέχρι –φυσικά– την πολιτική. Η άποψη που εκφράζει όμως εδώ ο Παπαντωνίου μέσα από τα λόγια του Μαλή είναι εντελώς διαφορετική. Θεωρεί ότι μια γυναίκα, ανεξαρτήτως της σωματικής της δύναμης, μπορεί να είναι στην πραγματικότητα ανώτερη από τον άντρα της. Μπορεί να τον στηρίζει σε τέτοιο σημείο, που αυτή να του δίνει δύναμη να συνεχίζει τη ζωή του και τον όποιο αγώνα του, να του δίνει κουράγιο με την έμπρακτη αγάπη της, τη θυσία της στην ουσία και να τον αναδεικνύει άξιο ταίρι της και πατέρα των παιδιών της. Αυτή τη γυναίκα  ο Μαλής (και κατ’ επέκταση ο Ζαχ. Παπαντωνίου) τιμά και θεωρεί αναντικατάστατη.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ποιητής, διηγηματογράφος, συγγραφέας ταξιδιωτικών κειμένων, κριτικός, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους των Νεοελληνικών γραμμάτων, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε το 1877 στο Καρπενήσι και πέθανε στην Αθήνα το 1940. Αφού τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Καρπενήσι, ήλθε νεώτατος στην πρωτεύουσα, παρακολούθησε μαθήματα στην Ιατρική Σχολή, σπούδασε ζωγραφική και, τελικά, στράφηκε προς τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε στις εφημερίδες Ακρόπολις, Εφημερίς των Συζητήσεων, Σκριπ, έγινε τακτικός ανταποκριτής του Εμπρός στο Παρίσι (1908-1910), από όπου έστελνε τα περίφημα Παρισινά Γράμματα, κι επιστρέφοντας στην Αθήνα συνέχισε τη δημοσίευση άρθρων, διηγημάτων, ποιημάτων, ταξιδιωτικών εντυπώσεων, όχι μόνο σε εφημερίδες, αλλά και στα εγκυρότερα περιοδικά της εποχής Παναθήναια, Ο Νουμάς, Καλλιτέχνης, Νέα Εστία κ.λπ. Υπηρέτησε στην Κρατική Διοίκηση ως νομάρχης στη Ζάκυνθο, στις Κυκλάδες, στη Καλαμάτα, το 1918 διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, τιμήθηκε με το «Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών». Διετέλεσε ακόμη καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και υπήρξε ως το τέλος της ζωής του ο τακτικός τεχνοκριτικός στο Ελεύθερον Βήμα. Το 1938 εξελέγη ακαδημαϊκός κι εκφώνησε σε δημοτική γλώσσα τον μνημειώδη εισιτήριο λόγο του για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Υπηρέτησε με μοναδική ευσυνειδησία και συνέπεια τα ελληνικά γράμματα, αγωνίστηκε όσο λίγοι για τη σωτηρία τού αττικού τοπίου κι υπήρξε υπόδειγμα χαρακτήρα και ήθους ως τον θάνατο του, από συγκοπή, στην Αθήνα, σε ηλικία 63 ετών.

Το πολύπλευρο έργο του Παπαντωνίου, διεσπαρμένο σε περιοδικά, εφημερίδες, αλλά δημοσιευμένο και σε αυτοτελείς εκδόσεις, εκτείνεται σε ποικίλα είδη τού λόγου.

Στην ποίηση ανήκουν τα Πολεμικά Τραγούδια (Αθήναι 1898), εμπνευσμένα από τον πόλεμο τού 1897, που διακρίνονται για την ειλικρίνεια τού αισθήματος και προαναγγέλλουν τη μεταγενέστερη ποιητική του ωριμότητα, τα Χελιδόνια (Αθήναι 1920), που αναφέρονται στον τομέα της παιδικής λογοτεχνίας, μελοποιημένα από τον Γ. Λαμπελέτ, και τα θεία Δώρα (Αθήναι 1931 και νεώτερη έκδοση 1968), που έγιναν δεκτά με ευνοϊκότατες κριτικές. Η έμπνευσή του εκτείνεται από τα καθαρά συναισθηματικά ποιήματα, με κυρίαρχο στοιχείο τη μελαγχολική διάθεση, ως τα φυσιολατρικά και τα ειδυλλιακά, που χαρακτηρίζονται από τα ηθογραφικά τους γνωρίσματα. Ορισμένα ποιήματα του αγαπήθηκαν ιδιαίτερα για τη βαθύτερη ειλικρίνεια και ψυχική αναζήτηση, κάποτε τον σπαραγμό, που εκφράζεται με συγκρατημένη ηρεμία (Η προσευχή τού ταπεινού, Η μεγάλη προσδοκία, Αγρυπνία, Ανθρώπινη ιστορία). Η λιτότητα στην έκφραση και η τεχνική αρτιότητα αποτελούν βασικό προτέρημα των στίχων του (Ευθανασία, Λυπημένα δειλινά). Ως επίλογος στη συλλογή Τα Θεία Δώρα ακολουθεί η παράφραση ποιήματος τού Ζαν Ρισπέν (Jean Richepin) με τίτλο Η Γρηά η βαβά μ’, στιχουργημένη με μοναδική επιτυχία στη διάλεκτο της Ρούμελης.

Στο Πεζοτράγουδο, είδος που καλλιεργήθηκε τα τελευταία χρόνια του 19ου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ανήκουν οι Πεζοί ρυθμοί του Παπαντωνίου (εν Αθήναις 1922), που απετέλεσαν, με την ποικιλία των εκφραστικών τρόπων του συγγραφέα και την τελειότητα του ύφους, την κορύφωση στην καλλιέργεια τού «ρυθμικού πεζού λόγου».

Στην αφηγηματική πεζογραφία εντάσσονται τα Διηγήματα (Αθήνα 1927), ο Βυζαντινός όρθρος (1936), Η Θυσία (1937). Αναδημοσιεύθηκαν αργότερα συγκεντρωμένα στον τόμο Διηγήματα, με εκτενή εισαγωγή τού Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Τα θέματα τους αντλούνται από τον κύκλο της επαρχίας με τα ήθη των ανθρώπων της (Ολέθριος λοχαγός) ή από επαγγελματικές συνθήκες της ζωής στην πρωτεύουσα και τη νεοελληνική γραφειοκρατία (Ο κ. Τμηματάρχης έρχεται), κάποτε από ιστορικά περιστατικά και μάλιστα από τον χώρο τού Βυζαντίου (Βυζαντινός όρθρος), από τον ασκητισμό και τη δύναμη τού θρησκευτικού προσηλυτισμού (το αριστουργηματικό διήγημα Η πέτρα του Γριβόδημου) αλλά και από περιστατικά της καλλιτεχνικής ζωής (Η χαρά της Ζορζέττας). Διακρίνονται γενικά για την έντεχνη ακρίβεια της περιγραφής, την προβολή ψυχικών καταστάσεων, οι οποίες σχολιάζονται με στοχαστική, αλλά και σατιρική ή πικρή διάθεση, την αρχιτεκτονική τους δομή, κάποτε τη δραματική ένταση, που διατυπώνεται με θαυμαστή λιτότητα, το περίτεχνο ύφος, τον ζωντανό διάλογο. Ως προέκταση των αφηγηματικών του κειμένων, αλλά με παιδευτικό χαρακτήρα, μπορούν να θεωρηθούν Τα ψηλά Βουνά, αναγνωστικό για την Γ΄ τάξη του Δημοτικού Σχολείου, με έντονη την αγάπη της ελληνικής ζωής και της ελληνικής υπαίθρου, που ο Παπαντωνίου έγραψε με ανάθεση της αρμόδιας Κρατικής Επιτροπής (1918).

Ως χρονογράφος ο Ρουμελιώτης συγγραφέας ξεκινάει με τις δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις από το Παρίσι, τα Παρισινά Γράμματα (τα φιλολογικά χρονογραφήματα, όπως χαρακτηρίστηκαν) και συνεχίζει με κείμενα δοκιμιογραφικού χαρακτήρα, που δημοσίευε συνήθως με τον γενικότερο τίτλο Σχεδιάσματα. (Επιλογές από τις δύο αυτές κατηγορίες κειμένων, εξεδόθησαν μετά τον θάνατο του. Τα πρώτα με εισαγωγή του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου και τα δεύτερα με πρόλογο τού Νέστορα Μάτσα).

Ως συγγραφέας ταξιδιωτικών εντυπώσεων ο Παπαντωνίου διακρίνεται για την ικανότητα της περιγραφής των περιοχών που επισκέπτεται, παράλληλα με την αισθητική αποτίμηση των καλλιτεχνικών μνημείων. Οι καταγραφές των εντυπώσεων αυτών από τις περιηγήσεις του στην Ιταλία, τις Σκανδιναβικές Χώρες, την Ισπανία, συγκεντρώθηκαν μετά τον θάνατό του σε τόμο, με τίτλο Ταξίδια (εισαγωγή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου), ενώ σκόρπια σε εφημερίδες παραμένουν τα Ελληνικά Ταξίδια του στα νησιά του Αιγαίου και στη Θεσσαλία.

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το κριτικό έργο του Παπαντωνίου, που αναφέρεται σε λογοτεχνικά θέματα, κυρίως όμως στις εικαστικές τέχνες, και υποδηλώνει τον ευσυνείδητο μελετητή των έργων που εξετάζονται, αλλά και το ήθος, με το οποίο αντιμετωπίζει τις προσωπικότητες του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού κόσμου. Πολλά κριτικά κείμενά του, τα παλαιότερα και σε γλώσσα καθαρεύουσα, έχουν επικαιρικό χαρακτήρα, αλλά δεν λείπουν και ειδικότερες αναλύσεις έργων τέχνης. (Μια επιλογή τους δημοσιεύθηκε από τον Φαίδ. Κ. Μπουμπουλίδη στον τόμο Κριτικά, Αθήναι 1966).

Κριτικά είναι και ορισμένα κεφάλαια των έργων Όθων και η ρομαντική δυναστεία και Άγιον Όρος, όπου κυρίως εξετάζεται η τέχνη στον Άθω και μάλιστα οι βυζαντινές τοιχογραφίες των μεγάλων αγιογράφων. Αντίθετα, με το άλλο έργο του, η μοναδική θεατρική του σύνθεση Ο Όρκος του πεθαμένου (δράμα με πρόλογο του Ν. Λάσκαρη, Αθήναι 1932), εμπνευσμένη από το γνωστό δημοτικό τραγούδι του Νεκρού αδελφού, δεν θεωρείται επιτυχημένη.

Παράλληλα προς τη λογοτεχνική του ενασχόληση και την τεχνοκριτική, ο Παπαντωνίου κατέγινε και με τη ζωγραφική και μάλιστα τη σχεδιογραφία, απεικονίζοντας με τρόπο χιουμοριστικό πρόσωπα της πολιτικής και ιδιαίτερα της πνευματικής ζωής του τόπου. Κάποια σχέδια του παρουσιάστηκαν σε έκθεση του Ζαππείου το 1912, άλλα βρίσκονται εγκατεσπαρμένα σε περιοδικά κι εφημερίδες των χρόνων του. Με την τελευταία του αυτή επίδοση ο υποδειγματικός τεχνίτης του ποιητικού και πεζού λόγου συμπληρώνει την παρουσία του στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου.

Για τον Ζαχαρία Παπαντωνίου – Αλέξης Ζήρας: «Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου και το ανέφικτο της ανθρώπινης ευτυχίας»

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Η ιστορία της ελληνικής  πεζογραφίας σε όλη τη διαδρομή του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα μας οδηγεί σε ορισμένα συμπεράσματα. Όπως σε ανάλογα συμπεράσματα μάς οδηγεί και η συγκριτική ανάγνωση έργων από συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα Γράμματά μας σε δυο περιόδους: στα αμέσως μετεπαναστατικά χρόνια και, αργότερα, στα χρόνια μετά το 1880. Στη δεύτερη περίοδο, πράγματι, με τη διεύρυνση του κράτους, σε σημαντικό βαθμό άλλαξαν τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας, παίρνοντας τη σύγχρονη μορφή τους. Έγιναν πιο ευκρινείς και ταυτοχρόνως διαφοροποιήθηκαν αρκετά οι σχέσεις των κοινωνικών στρωμάτων μεταξύ τους, οι πολιτισμικές τους ταυτότητες. Και μαζί με αυτά, έγιναν σαφείς οι εθνικοί προσανατολισμοί˙ μετά τον Ιωάννη Κωλέττη, ο προς ανατολάς αλυτρωτισμός συναντά τη φυλετική μυθολογία της αδιάσπαστης συνέχειας. Επρόκειτο, όμως, για κινήσεις που ανταποκρίνονταν σε μια βαθύτερη ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας να εντοπίσει το στίγμα της. Το κοίταγμα προς τα μέσα, η αυτοπαρατήρηση δεν ήταν, όπως γενικά νομίζεται, μια στρατηγική της διανόησης και της πολιτικής. Ξαφνικά, για τους λογίους και τους συγγραφείς, ο μεγάλος άγνωστος και ο προσδοκώμενος λυτρωτής δεν ήταν ο ξένος παράγοντας, αλλά ο ίδιος ο λαός.

Κατά έναν τρόπο που μπορεί να φανεί περίεργος σ’ έναν ιστορικό που εξετάζει τα φαινόμενα μεμονωμένα, η λογοτεχνία των μετεπαναστατικών χρόνων, περίπου έως το 1870, μολονότι ήταν πολύ κοντά στον απόηχο των γεγονότων της εθνικής εξέγερσης, ήταν συνάμα πολύ περισσότερο ανοιχτή προς άλλες εθνικές ταυτότητες. Οι ποιητές και οι πεζογράφοι, προερχόμενοι κυρίως από παροικίες και πόλεις του λεγόμενου μείζονος ελληνισμού, από την Κωνσταντινούπολη, την Οδησσό, τη Σμύρνη, αλλά και από τα Επτάνησα και τα άλλα νησιά του Αιγαίου που γνώρισαν αυτοτελή οικονομική άνθηση, ένιωθαν περισσότερο κοσμοπολίτες από όσο οι προερχόμενοι από την κυρίως Ελλάδα. Η συνάφειά τους με χώρες της Δυτικής Ευρώπης, το ότι αρκετοί από αυτούς ήταν έμποροι που ταξίδευαν συνεχώς, οι ανοιχτοί ορίζοντες της παιδείας τους συνέτειναν στο να εκτιμήσουν διαφορετικά το ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν στην Ελλάδα η λογοτεχνία και γενικότερα τα Γράμματα. Ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Δημήτριος Βικέλας, ο Στέφανος Ξένος, ο Αλέξανδρος Πάλλης, ο Δημήτριος Σούτσος, ο Ιάκωβος Πιτζιπιός, ο Γρηγόριος Παλαιολόγος, ο Εμμανουήλ Ροΐδης, και άλλοι, ενδιαφέρονταν προπάντων για τον παιδευτικό και ηθικό ρόλο των Γραμμάτων, για το ότι διαμόρφωναν τις νοοτροπίες και τις συνειδήσεις των νεοτέρων. Και τούτο, ανεξάρτητα από το αν η λογοτεχνία της περιόδου εκείνης ήταν γραμμένη σε κάποια μορφή και εκδοχή της καθομιλουμένης ή της καθαρεύουσας.

Ο προσανατολισμός ενός μεγάλου μέρους των συγγραφέων και των λογίων προς τη δημοτική, λίγο πριν και λίγο μετά το 1880, είναι άμεσα συνδεδεμένος με την εξάπλωση σε ευρεία κλίμακα του εθνισμού και της επανεκτίμησης του λαού και των παραδόσεών του. Η ανάληψη δράσης από τον Γιάννη Ψυχάρη και τον κύκλο του γίνεται σε μια στιγμή όπου πλέον αποτελεί κρίσιμο συλλογικό διακύβευμα η γνώση της εθνικής ταυτότητας, του ποιοι είναι, πώς ζουν και τι κοινά στοιχεία έχουν οι Έλληνες. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, από πολιτισμική τουλάχιστον άποψη, οι ηγεσίες της ελλαδικής κοινωνίας ολοένα και περισσότερο έχαναν το ενδιαφέρον τους για το διεθνές περιβάλλον και μετατρέπονταν σε εσωστρεφείς. Αντίθετα προς τους διανοούμενους της προηγούμενης χρονικής περιόδου, που, ως πιο πραγματιστές, πίστευαν ότι σκοπός της εκπαίδευσης είναι η ενίσχυση του επιπέδου γνώσεων του λαού, οι διανοούμενοι μετά το 1880 στράφηκαν στο θέμα της διάσωσης της λαϊκής γλώσσας αλλά και της τυπολογίας της κοινωνικής βάσης που τη μιλούσε, θεωρώντας τόσο τη μια όσο και την άλλη ως τα μόνα γνήσια στοιχεία που εξακολουθούν να εγκιβωτίζουν το ζητούμενο της αυτογνωσίας.

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Καρπενήσι, 1877–Αθήνα, 1940), κάμποσα χρόνια νεότερος από τον βασικό κορμό της γενιάς του 1880, όπως και ο κατά μία δεκαετία μεγαλύτερός του Αντώνης Τραυλαντώνης, προσδιορίζεται πάντως από το πνεύμα της, από τις επιλογές της, βασικότερη από τις οποίες ήταν, χωρίς αμφιβολία, η επίμονη ψαύση των συλλογικών μας διαφορών. Χαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα του Παπαντωνίου από μια ορισμένη σκοπιά. Ενώ κάποια στιγμή, μεταξύ του 1908 και του 1911, φεύγει από την Ελλάδα και πηγαίνει στο Παρίσι, προσδοκώντας κι αυτός την αποκαλυπτική συνάντηση με την «ευρωπαϊκή εμπειρία», όταν επιστρέφει στην Αθήνα και στον κύκλο των προηγούμενων δραστηριοτήτων του, ενώ έχουν αλλάξει αρκετά ως προς την τεχνοτροπία και τη γραφή τα κείμενά του, δεν άλλαξε ο πυρήνας των βιωμάτων του, ο συνήθως επαρχιακός ή μικροαστικός κόσμος με το περιορισμένο όραμα ζωής. Και πριν και μετά το ταξίδι, το κέντρο βάρους της οπτικής του είναι στο ίδιο σημείο: θέματα αντλημένα από προσωπικά βιώματα και παρατηρήσεις του, περιγραφή των ηθών στην ελληνική ενδοχώρα και στις αθηναϊκές γειτονιές, αν και όχι με την εθιμογραφική σκοπιά, δηλαδή της απλής και οριζόντιας περιγραφής, όσο με την πρόθεση να προβληθεί μέσα από την αφήγηση και τους διαλόγους η εσωτερική, ψυχική σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του, φυσικό ή κοινωνικό.

Προερχόμενος από οικογένεια με αστική παιδεία, ο Παπαντωνίου ήρθε νεαρός, το 1890, στην Αθήνα. Το 1895 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή, αλλά σύντομα διέκοψε τις σπουδές του, όπως, αν και ταλαντούχος στο σχέδιο, δεν ολοκλήρωσε τη φοίτησή του σε εργαστήρια ζωγραφικής για να εγγραφεί στη Σχολή Καλών Τεχνών. Αντίθετα, όπως ένας μεγάλος αριθμός λογίων και λογοτεχνών της γενιάς του, κατευθύνθηκε και αυτός προς τη δημοσιογραφία, σε μια εποχή που θεωρείται ο «χρυσός αιώνας» της, καθώς οι εφημερίδες από το 1850 έως περίπου το 1950 ήταν ο βασικός χορηγός γνώσεων και παιδείας σε μεγάλα στρώματα του ελληνικού λαού. Η μεταπήδησή του από έντυπο σε έντυπο [Ακρόπολις, Σκριπ, Η Εφημερίς των Συζητήσεων (κατά τo γαλλικό αντίστοιχο της Journal des Débats), Χρόνος, Εμπρός, Ελεύθερον Βήμα κ.ά.] δεν άλλαξε ουσιαστικά το στίγμα του, το ειδικό ενδιαφέρον του που τον έκανε εξάλλου ιδιαίτερα δημοφιλή στο αθηναϊκό κοινό. Κατά τους ιστορικούς του καθημερινού Τύπου, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου με τα καθημερινά του χρονογραφήματα είχε καταφέρει να αποκτήσει τους δικούς του αναγνώστες, μεταφέροντάς τους σε όποια εφημερίδα μετακόμιζε! Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι το ύφος που είχε επιβάλει στα χρονογραφήματά του και το οποίο αποτέλεσε ένα είδος σχολής για τους μεταγενέστερους  (Γεώργιο Φτέρη, Παύλο Παλαιολόγο), ο αβρός και ελαφρά δηκτικός τρόπος του να περιγράφει γεγονότα της κάθε μέρας, ανυψώνοντάς τα από την ευτέλεια, υπήρξε οδηγός και στα άλλα του, στα καθαυτό λογοτεχνικά πεζά. Με το χιούμορ, διατηρούσε μια απόσταση από τα όσα περιέγραφε˙ ακόμα και σε θέματα τρέχοντα ή απολύτως συμβατικά, είχε τον τρόπο να μεταδίδει ένα συναισθηματικό, λυρικό χρώμα.

Αναμφίβολα η κορύφωσή του ως συγγραφέα ήταν κατά τη διάρκεια της τρίχρονης –αλλά όπως φαίνεται αποφασιστικής για την αισθητική του διαμόρφωση– παραμονής στο Παρίσι. Τα χρονογραφήματα που έστειλε από εκεί στο Εμπρός αντανακλούν αμέσως το πόσο διαφοροποιήθηκε ως προς την τεχνική, το ύφος αλλά και τον εστιασμό του σε θέματα τρέχοντα, που τα πλούτιζε με τις δημιουργικές τους επινοήσεις. Είναι εμφανές, ακόμα, ότι αυτό που του άλλαξε το γράψιμο δεν ήταν τόσο η λογοτεχνία καθεαυτή, η ποίηση και η πεζογραφία που γνώρισε από κοντά, όσο η ζωγραφική, καθώς η γαλλική του διαμονή τον έφερε σε συνάφεια με τα έργα του εικαστικού μοντερνισμού, τους συμβολιστές και τους καλλιτέχνες των άλλων εικαστικών τάσεων και των σχολών που διαδέχονταν ραγδαία η μία την άλλη. Έτσι, πέρα από το ότι ένα μεγάλο μέρος των χρονογραφημάτων του, τα μετέπειτα Παρισινά Γράμματα (1956), ασχολούνται με ζητήματα και θέματα τέχνης, πολλές ήταν και οι ειδικές ανταποκρίσεις του για διάφορες παρισινές εκθέσεις.

Τελικά, το 1912 εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία και ανέλαβε, ύστερα από προσωπική παρότρυνση του Ελευθέριου Βενιζέλου, διοικητικά καθήκοντα στον κρατικό μηχανισμό: νομάρχης (1912-1918) στη Ζάκυνθο, στην Καλαμάτα και στις Κυκλάδες, διευθυντής, της Εθνικής Πινακοθήκης –όπου ο Παπαντωνίου πράγματι βρέθηκε στο στοιχείο του– και, τέλος, το 1923, καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

Στο εξής, τα ενδιαφέροντά του ήταν στραμμένα κατά κύριο λόγο προς τη δημόσια αισθητική παιδεία: οργάνωσε και πλούτισε τις συλλογές έργων της Πινακοθήκης, σχεδίασε και ενίσχυσε το πρόγραμμα ίδρυσης τοπικών μουσείων και αιθουσών τέχνης στην επαρχία, έκανε θεματικές και άλλες εκθέσεις, ασχολήθηκε με τη συγγραφή και τη φροντίδα αναγνωστικών για σχολική χρήση (Τα ψηλά βουνά, 1918), ενώ παράλληλα άρχισε πάλι να δημοσιογραφεί –ασχολούμενος όμως μόνο με την κριτική των εικαστικών– στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα.

Αν εξαιρέσουμε τα πρώτα, πατριωτικά του ποιήματα, τα Πολεμικά τραγούδια (1898), που απηχούν βιώματα της συμμετοχής του στον ατυχή πόλεμο του 1897, καθώς και ένα εφηβικό διήγημά του που δημοσίευσε το 1895 ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στο περιοδικό Εικονογραφημένη Εστία, όλα τα άλλα βιβλία του Ζαχαρία Παπαντωνίου εκδόθηκαν μετά την επάνοδό του από τη Γαλλία, σε σχετικά ώριμα χρόνια. Εκτός από τα χρονογραφήματά του αγαπήθηκε ιδιαίτερα για τα πεζά του ποιήματα, Πεζοί ρυθμοί (1922), ένα υβριδικό είδος αφηγηματικών λυρικών κειμένων τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν συγγενή, ως προς τη συμβολιστική, αφαιρετική τους τεχνική, με έργα των Ελλήνων αισθητιστών του πρώιμου 20ου αιώνα, όπως, λ.χ., του Νίκου Καζαντζάκη, του Ίωνα Δραγούμη, του Περικλή Γιαννόπουλου, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη κ.ά. Στα περισσότερα αφηγήματα που έγραψε και δημοσίευσε μετά το 1920 (Διηγήματα, 1927˙ Ο βυζαντινός όρθρος, 1936˙ Η θυσία, 1937) αλλά και στα οδοιπορικά του (Ταξίδια, 1955), ξανασυναντούμε τον λυρικοπαθή, άκρως προσεκτικό στη λεπτομέρεια συγγραφέα, ο οποίος, όπως και στα ποιήματά του, ζητά να υποβάλει έντεχνα στον αναγνώστη την εσωτερική πραγματικότητα των περιστατικών, των μικρών δραμάτων, δηλαδή την ψυχογραφική τους αποτύπωση.

Τα πεζά του Παπαντωνίου, όπως και του Αντώνη Τραυλαντώνη, εστιάζονται σ’ έναν κόσμο επίγνωσης της ματαιότητας, σ’ έναν κόσμο διψασμένο για δικαιοσύνη, που όμως οι αλλεπάλληλες ηθικές του ήττες τον κάνουν να εγκαταλείπει το «πεδίο μάχης» και να αποσύρεται συνειδητά. Δουλεμένα με μεγάλη προσοχή, ιδίως στις ελάχιστες λεπτομέρειές τους, αρχιτεκτονικά άψογα, τα πεζά του μοιάζουν πολύ συχνά με πίνακες που τρέπουν το βλέμμα σε μια αφαίρεση, σε μια κατάσταση ρέμβης και ονείρου, ακόμα και αν τα θέματά του είναι καθαυτό δραματικά ή τραγικά.

Γεώργιος Αθάνας «Ο τέταρτος άντρας» (ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ από Τρ. θεμάτων)- Ερωτήσεις – απαντήσεις

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣ (1893-1987)

Ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας ήταν πολιτικός, νομικός, λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Διετέλεσε πρωθυπουργός και ήταν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε 94 ετών.

Ο τέταρτος άντρας (απόσπασμα)

Η αδελφή των Κοντραίων έπεσε σε βαρύ σφάλμα. Αγάπησε με όλη την τρέλα των εικοσιδυό της χρόνων τον Κωστάκη Ντούφη και του παραδόθηκε […]. Όταν αισθάνθηκε το σφάλμα της αξίωσε απ’ τον Κωστάκη μέσα σε οχτώ μέρες να την ζητήσει απ’ τ’ αδέλφια της. Κι όταν είδε πως οι οχτώ μέρες πέρασαν χωρίς να κάμει έτσι, μα και πως την απόφευγε συστηματικά, τότε δε δίστασε καθόλου να τα μαρτυρήσει όλα στη μάνα της για να πάρει το ζήτημα μια λύση. Τ’ αδέρφια της έγιναν έξω φρενών. Ζήτησαν να τη σκοτώσουν αμέσως. Και θα τη σκότωναν. Μα η μάνα πρόβλεψε και την έδιωξε στην αδερφή της.

«Να μην ξαναπατήσει στο σπίτι η άτιμη θα τη σφάξω ανάποδα!»

«Στο σουβλί θα την περάσω!»

«Θα την μαδήσω ζωντανή!» κάθε αδερφός κι απόναν σκληρό θάνατο της απειλούσε. Μόνον ο πιο μικρός, ο τέταρτος, δε μιλούσε, παρά, καθώς αντίκριζε την πρωτόφανη άγρια τρικυμία του σπιτιού του, έτρεμε σύγκορμος κι έκλαιγε μαζεμένος σε μια άκρη. Ήταν παιδί δεκάξι χρονών και κανείς δεν πρόσεχε σε δαύτο, ούτε περίμενε απ’ αυτό άλλη βοήθεια περισσότερη απ’ τα φοβητσιάρικα δάκρυά του.

Αποφασίστηκε, ο Σωτήρης, ο μεγαλύτερος, να πιάσει τον Κωστάκη και να του απαιτήσει ορθά κοφτά σε τρεις μέρες μέσα ν’ αρραβωνιάσει την προσβλημένη αδελφή τους.

Αν αρνιόταν, τότε θα λάβαιναν άλλην απόφαση. Ο Κωστάκης ορφανό πλουσιόπαιδο, μονάκριβος γιος μιας διαβολεμένης χήρας, που κρατούσε την περιουσία  του άντρα της καλύτερα κι απ’ όταν ζούσε ο ίδιος, δεν είχε δική του γνώμη και θέληση. Αν και πάτησε τώρα πια τα είκοσι πέντε, δεν έλεγε και δεν έκανε παρά ό,τι κανοναρχούσε η μητέρα του. Γλεντούσε όταν, όπου κι όπως ήθελε εκείνη. Πήγαινε με τους φίλους που του διάλεγε. Ζούσε τη ζωή που του είχε κανονίσει. Τα είχε όλα στο χέρι, για τίποτα δε φρόντιζε, κι όσο για την περιουσία του, ήταν ένας απλός υπάλληλος της μητέρας του. Η πρώτη λεύτερη, αυτόβουλη και μυστική απ’ τη μητέρα του πράξη, ήταν ο έρωτάς του με τη Φωτεινή. Αυτός σπάζει πάντα τις αλυσίδες και των σκλαβωμένων κοριτσιών και των υποταγμένων αγοριών. Ήταν φυσικό κι επόμενο στο πρώτο απόχτημα της λευτεριάς του να μη λογαριάσει τίποτα, να μην κρατηθεί πουθενά. […]

Τη μέρα που τον φώναξε ιδιαίτερα ο Σωτήρης το προαίσθημά του έγινε βαρύτερο. Κάτι του απάντησε, ούτε ναι ούτε όχι, δεν ξέρει τίποτα, όμως τη θέλει την αδερφή του μα πρέπει να θελήσει κι η μητέρα του, αλλιώς πώς να το κάνει.

― Αυτές δεν είναι αντρίκιες κουβέντες!… Εκείνο που μας έκανες όμως είναι  αντρίκιο και πολύ αντρίκιο μάλιστα… Δεν έχω να κάμω με τη μητέρα σου τίποτα. Έχω μ’ εσένα… Σε τρεις μέρες περιμένουμε τον αρρεβώνα της αδερφής μας. Αλλιώς  είμαστε τρεις… μπορεί να λείψει ο ένας. Μα κι εσύ δε χωράς άλλο στον απάνω κόσμο!…

― Με φοβερίζεις;…

― Κάθε άλλο. Σε τέτοια ζητήματα δεν πάνε φοβέρες!… Σ’ αφήνω στην καλή σου διάθεση και σε προειδοποιώ…

― Δεν παραδέχομαι τίποτα απ’ όσα μου λες…

― Τότε μας κοροϊδεύει η αδερφή μας και πρέπει να σφάξουμε αυτήν πρώτα…

― Όχι! Όχι! Αν η μητέρα μου παραδεχτεί… την αδερφή σου εγώ θα την πάρω.

― Η μητέρα σου;… Δεν ξέρω!… Σε τρεις μέρες περιμένουμε τον αρρεβώνα. Τίποτ’ άλλο!…

Σε τρεις μέρες. Δε γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να το πει της μητέρας του.

― Ξέρεις μητέρα θέλω να παντρευτώ!

― Μακάρι κι απόψε παιδί μου.

― Πρέπει να βρω νύφη…

― Σου ‘χω διαλέξει την καλύτερη…

― Μα τώρα που διάλεξα κι εγώ;…

― Πες μου. Μπορεί να ‘ναι κι η ίδια…

― Η Φωτεινή του Κόντρα…

― Σε καλό σου!… Πιο κάτω δεν κατέβαινες;… Δεν έχουμε αρχοντοπούλες στον τόπο μας όμορφες, πλούσιες και καλές;…

― Αυτήν αγαπώ!

― Μωρέ σόι κι άνθρωπο που διάλεξες!…[…]

Το βράδυ στο σπίτι ξανάγινε η ίδια σκηνή. Όταν μαζεύτηκαν και τα τρία παιδιά, η μάνα, συδαυλίζοντας τη φωτιά στο τζάκι, ρώτησε χωρίς να τους κοιτάζει.

― Τι θα κάνουμε;

― Να βάλουμε απόψε κλήρο… είπε κάποιος.

― Τι κλήρο και ξεκλήρο! είπε ο άλλος. Να πάει ένας από μας… όποιος!…

― Δεν ξέρω… είστε τρεις άντρες! ξαναείπε μηχανικά στερεότυπα η μάνα.

― Φκιάστε τρεις κλήρους! είπε ο μεγαλύτερος!

Μπήκε ο Λευτέρης με το δίκαννο. Τους κοίταξε περιφρονητικά, ακούγοντας το στερνό λόγο.

― Οι κλήροι ήταν τέσσεροι!…, τους είπε. Και βγήκε ο δικός μου.

Η μάνα τινάχτηκε απ’ το παραγώνι μ’ ένα δαυλί στο χέρι. Οι τρεις αδερφοί πισωπάτησαν αποσβολωμένοι.

― Πώς είπες;

― Τον σκότωσα με το δίκαννο την ώρα που γύριζε απ’ το κτήμα… «Μάνα μου… Φωτεινή μου!», φώναξε καθώς έπεφτε απ’ τ’ άλογο…

― Εσύ!

Η μάνα πέταξε το δαυλί στο τζάκι, χύμηξε, αγκάλιασε το Λευτέρη και τον φίλησε σφιχτά.

― Όλους θα μας πιάσουν τώρα… είπε ο μεγαλύτερος. Θα πούνε πως εμείς σε  βάλαμε!…

(Ανθολογία Νεοελληνικού διηγήματος, τ. Α΄, Αναγέννηση-Φιλολογική)

κανοναρχούσε: υπαγόρευε, του έλεγε τι να κάνει

συδαυλίζω και συνδαυλίζω: ανακινώ τα ξύλα για να δυναμώσει η φλόγα

παραγώνι: ο χώρος μπροστά στο τζάκι

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α1Να κατονομάσετε τα πρόσωπα της ιστορίας και να προσδιορίσετε τις μεταξύ τους σχέσεις.

Στο πλαίσιο της ιστορίας παρουσιάζονται δύο κεντρικές οικογένειες, απ’ τις οποίες απουσιάζει χαρακτηριστικά η μορφή του πατέρα. Έχουμε, έτσι, την οικογένεια των Κοντραίων, που αποτελείται από τη μητέρα και τα πέντε παιδιά της, εκ των οποίων μόνο το ένα είναι κορίτσι, η Φωτεινή. Ενώ, από τα τέσσερα αγόρια της οικογένειας πληροφορούμαστε για το όνομα μόνο του μεγαλύτερου, του Σωτήρη, και του νεότερου, του Λευτέρη, ο οποίος είναι μόλις δεκαέξι χρονών. Στην οικογένεια των Κοντραίων μπορούμε να συνυπολογίσουμε και την αδερφή της μητέρας, στην οποία και στέλνει τη Φωτεινή η μητέρα, μόλις διαπιστώνει την πρόθεση των γιων της να τη σκοτώσουν για την ατιμία που προκάλεσε στην οικογένειά τους.

Η δεύτερη οικογένεια της ιστορίας αποτελείται από μόλις δύο άτομα, την αυταρχική μητέρα, το όνομα της οποίας δεν μας δίνεται, και τον εικοσιπεντάχρονο γιο της, τον Κωστάκη Ντούφη. Η δεύτερη αυτή οικογένεια είναι πλούσια, αφού η χήρα μητέρα διαχειρίζεται με εξαιρετική αποτελεσματικότητα τη μεγάλη κληρονομιά που της άφησε ο σύζυγός της.

Οι δύο οικογένειες έρχονται σ’ επαφή λόγω της ερωτικής σχέσης που δημιουργείται ανάμεσα στη Φωτεινή του Κόντρα και τον Κωστάκη Ντούφη.

α2Να εντοπίσετε δύο (2) αναφορές στο χώρο και να τις συνδέσετε με τα πρόσωπα της ιστορίας.

«Το βράδυ στο σπίτι ξανάγινε η ίδια σκηνή. Όταν μαζεύτηκαν και τα τρία παιδιά, η μάνα, συδαυλίζοντας τη φωτιά στο τζάκι, ρώτησε χωρίς να τους κοιτάζει.»

Η αναφορά στο τζάκι του σπιτιού μας παραπέμπει στην ύπαρξη ενός κεντρικού χώρου στο σπίτι, ο οποίος αποτελεί επί της ουσίας το κέντρο της κοινής οικογενειακής ζωής, καθώς σε αυτό το χώρο συγκεντρώνονται και κάθονται όλα μαζί τα μέλη της οικογένειας. Εκεί διαδραματίζονται όλες οι σημαντικές συζητήσεις της οικογένειας των Κοντραίων κι εκεί λαμβάνονται οι αποφάσεις σχετικά με τη μοίρα της Φωτεινής.

«Τον σκότωσα με το δίκαννο την ώρα που γύριζε απ’ το κτήμα… «Μάνα μου… Φωτεινή μου!», φώναξε καθώς έπεφτε απ’ τ’ άλογο…»

Η αναφορά στο κτήμα του Κωστάκη μας παραπέμπει στην πηγή πλούτου της οικογένειάς του, και κατ’ επέκταση μας δίνει ένα στοιχείο για τις ασχολίες των προσώπων της ιστορίας. Πρόκειται, λοιπόν, για μια περιοχή με αγροτική παραγωγή, όπου η οικογένεια του Ντούφη εντάσσεται στους ιδιοκτήτες ή μεγαλοϊδιοκτήτες γης.

β1Να περιγράψετε το πρόβλημα, το οποίο έχει προκύψει για την οικογένεια των Κοντραίων.

Το κορίτσι της οικογένειας των Κοντραίων, η Φωτεινή, ερωτεύεται και συνάπτει σχέση με τον Κωστάκη Ντούφη, χωρίς να έχει διασφαλίσει τη βεβαίωση πως θα την παντρευτεί και χωρίς να έχει λάβει έγκριση από την οικογένειά της. Έτσι, σύντομα η νεαρή κοπέλα αντιλαμβάνεται πως ο αγαπημένος της δεν είναι διατεθειμένος να προχωρήσει στη νομιμοποίηση της μεταξύ τους σχέσης, καθώς ο ίδιος δεν είναι παρά ένα άβουλο υποχείριο της αυταρχικής του μητέρας. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η οικογένεια της Φωτεινής βρίσκεται οικονομικά σε υποδεέστερη θέση από την οικογένεια του Κωστάκη, δημιουργεί σημαντική δυσκολία, καθώς η Φωτεινή δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόλογη επιλογή για έναν ευκατάστατο νέο.

Μόλις η Φωτεινή συνειδητοποιεί πως ο Κωστάκης, όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στο αίτημά της να την παντρευτεί, αλλά την αποφεύγει κιόλας, αναγκάζεται να ενημερώσει τη μητέρα της για το σφάλμα της, με αποτέλεσμα να γίνει γνωστό και στα αδέρφια της πως η οικογένειά τους έχει εκτεθεί. Η άμεση αντίδραση των αδερφών της κοπέλας είναι να θελήσουν να τη σκοτώσουν, αφού τόλμησε να ατιμάσει κατά τέτοιο τρόπο τους ίδιους και το όνομα της οικογένειάς τους. Η μητέρα, ωστόσο, απομακρύνει την κόρη απ’ τους οργισμένους γιους της και αξιώνει από αυτούς να εξαναγκάσουν τον Κωστάκη να αποκαταστήσει την τιμή της κοπέλας, με το να την παντρευτεί.

Εντούτοις, παρά τις απειλές του μεγαλύτερου αδερφού της Φωτεινής στον Κωστάκη, εκείνος δεν κατορθώνει να ανταποκριθεί, καθώς η μητέρα του δεν καταδέχεται να δώσει τον γιο της σε μια κοπέλα κατώτερης οικογένειας.

β2Να σχολιάσετε την αντίδραση του μικρού γιου σε αυτό το πρόβλημα.

«Μόνον ο πιο μικρός, ο τέταρτος, δε μιλούσε, παρά, καθώς αντίκριζε την πρωτόφανη άγρια τρικυμία του σπιτιού του, έτρεμε σύγκορμος κι έκλαιγε μαζεμένος σε μια άκρη. Ήταν παιδί δεκάξι χρονών και κανείς δεν πρόσεχε σε δαύτο, ούτε περίμενε απ’ αυτό άλλη βοήθεια περισσότερη απ’ τα φοβητσιάρικα δάκρυά του.»

Ο μικρότερος γιος της οικογένειας των Κοντραίων, ο Λευτέρης, μόλις γίνεται γνωστή η ατιμία της αδερφής του, παρακολουθεί συγκλονισμένος την οργή των μεγαλύτερων αδερφών του, οι οποίοι διακηρύττουν πως θέλουν να σκοτώσουν τη Φωτεινή, και να επιλύσουν έτσι το ντρόπιασμα της οικογένειάς τους. Ο νεαρός μοιάζει να φοβάται τις προθέσεις των αδερφών του και απομένει σε μια γωνιά να κλαίει, χωρίς να συμμετέχει στο δικό τους ξέσπασμα.

Τα δάκρυα του Λευτέρη γίνονται αντιληπτά από τους άλλους ως ένδειξη φόβου, αφού θεωρούν πως από ένα δεκαεξάχρονο παιδί δεν μπορεί κανείς να περιμένει τίποτε περισσότερο. Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη μας την κατοπινή αποφασιστική του παρέμβαση, ίσως θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε διαφορετικά την αρχική του αυτή αντίδραση. Δεν είναι απίθανο, δηλαδή, ο λόγος για τον οποίο ο νεαρός κλαίει και παρακολουθεί τρέμοντας τους αδερφούς του, να είναι η αγανάκτησή του για την επιλογή τους να στρέψουν την οργή τους στη Φωτεινή και όχι εξαρχής στον Κωστάκη. Ίσως ο νεαρός να θεωρεί άδικη τη στάση των αδερφών του και να εκδηλώνει κατά αυτό τον τρόπο τη δική του οργή, που έχει όμως ως αποδέκτη τον πλούσιο Κωστάκη, ο οποίος τόσο προφανώς παραπλάνησε τη Φωτεινή.

Βέβαια, ακόμη κι αν η αρχική αντίδραση του νεαρού υποδηλώνει πως λύγισε μπροστά στην ένταση και τη συναισθηματική φόρτιση των περιστάσεων, στη συνέχεια αποδεικνύει πως κρύβει μέσα του πολύ μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και πυγμή απ’ όση τα μεγαλύτερα αδέρφια του. Είναι, άλλωστε, εκείνος που θα σκοτώσει τον Κωστάκη, δίνοντας μια σαφή απάντηση στην προσβολή που γίνεται στην αδερφή του απ’ την πλούσια οικογένεια του Ντούφη.

β3Να αναφέρετε τον τρόπο που λύθηκε το οικογενειακό αυτό δράμα.

Παρά τις προσπάθειες των μεγαλύτερων αδερφών της οικογένειας να πείσουν τον Κωστάκη Ντούφη να παντρευτεί τη Φωτεινή και παρά τους πολλούς δισταγμούς τους για το πώς να αντιμετωπίσουν την απροθυμία του, τη λύση δίνει τελείως απρόσμενα ο νεότερος γιος. Ο δεκαεξάχρονος Λευτέρης, δίχως να ενημερώσει τα υπόλοιπα αδέρφια του, στήνει καρτέρι στον Κωστάκη και την ώρα που επέστρεφε έφιππος από το οικογενειακό του κτήμα, τον σκοτώνει με το δίκαννο.

Την ώρα, μάλιστα, που ο Λευτέρης γυρίζει στο σπίτι, έχοντας πια δολοφονήσει τον αναποφάσιστο και δειλό Κωστάκη, βρίσκει τα αδέρφια του να ετοιμάζουν τρεις κλήρους για να επιλεγεί τυχαία ποιος από τους τρεις άντρες του σπιτιού θα ξεκαθάριζε την κατάσταση με τον Κωστάκη. Τους υπενθυμίζει, λοιπόν, πως στο σπίτι υπάρχουν τέσσερεις άντρες, και πως ο κλήρος έτυχε ήδη στον τέταρτο άντρα της οικογένειας, σ’ αυτόν τον ίδιο δηλαδή, ο οποίος και φρόντισε να ξεπλύνει την ντροπή που βάραινε τη φτωχή του οικογένεια.

β4Να κατονομάσετε με απλή αναφορά στο κείμενο ποιος είναι ο τέταρτος άντρας του τίτλου.

― Τον σκότωσα με το δίκαννο την ώρα που γύριζε απ’ το κτήμα… «Μάνα μου… Φωτεινή μου!», φώναξε καθώς έπεφτε απ’ τ’ άλογο…

― Εσύ!

Η μάνα πέταξε το δαυλί στο τζάκι, χύμηξε, αγκάλιασε το Λευτέρη και τον φίλησε σφιχτά.

Ο τέταρτος άντρας του τίτλου είναι ο μικρότερος γιος της οικογένειας των Κοντραίων, ο δεκαεξάχρονος Λευτέρης, ο οποίος μη ανεχόμενος την προσβολή που έχει γίνει στην αδερφή του, λαμβάνει την πρωτοβουλία και σκοτώνει τον Κωστάκη.

Ο έφηβος Λευτέρης, που μέχρι εκείνη τη στιγμή αντιμετωπιζόταν σαν δειλό παιδί από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, ανδρώνεται αίφνης και περνά στην ενηλικίωση με τη βίαιη, αλλά αποφασιστική, παρέμβασή του.

Read more: http://latistor.blogspot.com/#ixzz3EvHIiKyJ

ΟΔΗΓΙΕΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Άρθρο 2

Ο τρόπος εξέτασης της Νεοελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας κατά Κλάδο του μαθήματος ορίζεται, καταργούμενης της παραγράφου 2Α του άρθρου 1 του Π.Δ. 427/86 (ΦΕΚ 201/Α), ως ακολούθως :

Α. Νεοελληνική Λογοτεχνία :

Οι μαθητές απαντούν σε τέσσερις ερωτήσεις που αφορούν πεζό ή ποιητικό κείμενο (ολόκληρο ή απόσπασμα) διδαγμένο στην οικεία τάξη. Η κάθε ερώτηση μπορεί να αναλύεται σε δύο ισοδύναμα υποερωτήματα. τα οποία προέρχονται από την ίδια θεματική ενότητα.

Οι ερωτήσεις αναφέρονται:

Ερώτηση 1η. Στο περιεχόμενο του κειμένου (κατανόηση ή ερμηνεία ή σύντομη αποτίμηση φράσεων / τμημάτων του κειμένου ή περίληψη).

Ερώτηση 2η . Στη δομή του κειμένου (μορφοποίηση παραγράφων ή θεματικές ενότητες ή αφηγηματικές τεχνικές).

Ερώτηση 3η . Στη γλωσσική αποτίμηση του κειμένου. Η ερώτηση αναλύεται σε δύο ισοδύναμα υποερωτήματα :

α. κύρια γνωρίσματα ή ιδιοτυπίες στη γλώσσα και την έκφραση κ.ά.

β. σχήματα λόγου (εικόνες, μεταφορές κ.α).

Ερώτηση 4η. Στην αξιολογική κρίση του συγκεκριμένου κειμένου. Η ερώτηση εναλλακτικά μπορεί να περιλαμβάνει :

– χαρακτηρισμούς προσώπων ή και καταστάσεων,

– εντοπισμό ή και παραλληλισμό αξιών και ιδεών που έχουν σχέση με την εποχή του έργου και τη βιωματικότητα των μαθητών/τριών

– σύγκριση με άλλα έργα του ίδιου συγγραφέα ή άλλων συγγραφέων της εποχής ή της Σχολής (μόνο για τη Γ’ τάξη Γυμνασίου)

Οι ερωτήσεις είναι ισοδύναμες και βαθμολογούνται με πέντε (5) μονάδες η κάθε μία (4X5=20).

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Featured image

Από τη θεατρική παράσταση «Ερωτόκριτος» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού στο θέατρο «Ακροπόλ» (Φεβρουάριος 2012)

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Η Αρετούσα αποδεικνύεται, πάρα το υποκοριστικό του ονόματος της,  κάθε άλλο από μικρή…

Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή… Περίπου την ίδια εποχή -έναν αιώνα πάνω, έναν αιώνα κάτω- με τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, ακόμη ένα λογοτεχνικό ρομάντζο τάραξε τα λιμνάζοντα νερά του καθωσπρεπισμού. Κι αν για τους Βερονέζους ερωτευμένους η εμμονή στον έρωτα τους οδήγησε στη τραγωδία, τα πράγματα δεν είναι έτσι για τους «Αθηναίους» αντίστοιχούς τους. Από την αρχή, ας πούμε, τα πράγματα είναι διαφορετικά… Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα είναι ίσοι κοινωνικά.  Aπλά οι οικογένειες τους εχθρεύονται θανάσιμα η μία την άλλη.
Με το δικό μας το ζευγάρι, τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα, τους ήρωες του «Ερωτόκριτου»  υπάρχει μια -μικρή μεν αλλά υπαρκτή- κοινωνική ανισότητα κι αυτή είναι που προκαλεί όλα τους τα προβλήματα. Ο Ερωτόκριτος είναι γιος του Πεζόστρατου, ενός συμβούλου του Ηράκλη, του  βασιλιά μιας αρχαίας, αλλά μη ιστορικής, Αθήνας. Η Αρετούσα είναι η κόρη του βασιλιά. Οι δυο τους μεγαλώνουν μαζί κι ο Ερωτόκριτος ερωτεύεται την Αρετούσα, που ανταποκρίνεται. Ο ερωτευμένος νέος πείθει τον πατέρα του να τη ζητήσει σε γάμο… Παρά τους δισταγμούς του, ο πατέρας του πηγαίνει στον βασιλιά σε ένα επεισόδιο που θα θυμάστε ίσως από τη Γ΄ Γυμνασίου
Ο αλαζόνας βασιλιάς δηλώνει ότι μόνο σε βασιλόπουλο θα δώσει την κόρη του, διώχνει σκαιότατα τον πατέρα-προξενητή κι αποφασίζει να εξορίσει τον Ερωτόκριτο. Τέσσερις μέρες του δίνει διορία…

Ο ερωτευμένος νέος στον αποχαιρετισμό του στην αγαπημένη του -τα πολύ γνωστά σας «Θλιβερά Μαντάτα»- δεν δείχνει να τρέφει πολλές ελπίδες. Της εκφράζει μεν τον απεριόριστο έρωτά του αλλά δεν διατηρεί αυταπάτες: «Κατέχω το κι ο κύρης σου γρήγορα σε παντρεύει.  Ρηγόπουλο, αφεντόπουλο σαν είσαι συ, γυρεύει.  Και δεν μπορείς ν’ αντισταθείς σα θέλουν οι γονείς σου, νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάζει κι η όρεξή σου …». Η ερωτευμένη βασιλοπούλα, όμως, φαίνεται πως δεκάρα δεν δίνει για όλα αυτά και προσέχει μόνο τα τελευταία λόγια του Ερωτόκριτου, δυο από τους πιο ερωτικούς στίχους που έχουν γραφεί ποτέ: «Κάλλια ‘χω εσέ με θάνατο, παρ’ άλλη με ζωή μου. Για σένα εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου…».

Αναγεννημένη και καθαγιασμένη από τον έρωτά της -άλλωστε κι η ίδια στο «Τραγούδι» της ήδη έχει καταλάβει πως «για με ξαναγεννήθηκε η φύσις των πραγμάτων»- τολμάει να αντισταθεί στις οικογενειακές πιέσεις και τις πατρικές απειλές, στις κοινωνικές συμβάσεις εν γένει. Αντιστέκεται σθεναρά (η παθητική αντίσταση είναι το καταφύγιο του αδύναμου) στα προξενιά που της γίνονται και οδηγείται στη φυλακή από τον πατέρα της, μέχρι να αλλάξει γνώμη.

Τέσσερα χρόνια μετά, η Αρετούσα είναι ακόμα στη φυλακή, ο Ερωτόκριτος είναι ακόμα εξόριστος και το βασιλόπουλο που αρνήθηκε η Αρετούσα επιτίθεται στην Αθήνα για να εκδικηθεί. Ο Ερωτόκριτος επιστρέφει μεταμφιεσμένος, μεταμορφωμένος από ένα μαγικό φίλτρο, νικάει σε κονταρομαχία τον καλύτερο μαχητή των εχθρών και διασώζει το βασίλειο.  Ο βασιλιάς του δίνει το μισό για να τον ανταμείψει, αλλά αυτός το αρνείται και ζητάει το χέρι της κόρης του, το οποίο και παίρνει (Καημένε βασιλιά!). Η Αρετούσα όμως αρνείται τον Ερωτόκριτο, που δεν έχει αποκαλύψει την ταυτότητα του, ακριβώς γιατί περιμένει τον Ερωτόκριτο. Αυτόν αγαπάει και επιμένει στην αγάπη της κλεισμένη στη φυλακή της… (Και φανταστείτε την κωμικο-τραγική ειρωνεία να ενέδιδε…). Στο σημείο αυτό, λίγο πριν την αποκάλυψη του Ερωτόκριτου και  το (ευτυχές) τέλος,   τοποθετείται το απόσπασμα του βιβλίου «Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός». Στην αρχή περιγράφεται η οργιαστική ομορφιά της φύσης που προοιωνίζει την ευτυχή κατάληξη…

Η Αρετούσα δεν εμφανίζεται καθόλου στο απόσπασμα, ωστόσο είναι πανταχού παρούσα. Η  αμετακίνητη αποφασιστικότητα, η σταθερότητα του χαρακτήρα της και η δύναμη του έρωτα της αποκαλύπτονται εμμέσως, πλην σαφώς. Αρχικά ο ποιητής, περιγράφοντας την είσοδο δυο πουλιών που ζευγαρώναν στο κελί της, κατορθώνει να μας περιγράψει τις  σκληρές συνθήκες ζωής στη φυλακή. Μόνο με ένα επίθετο. Σκοτεινή. Κι αυτό αρκεί.  Εφόσον ήδη μας έχει περιγράψει την ομορφιά της φύσης, τη λάμψη του ήλιου, τη δύναμη της ζωής κι η Αρετούσα εμφανίζεται να μην υποκύπτει στο πειρασμό, αποκαλύπτεται προδρομικά (ή… προσωλομικά) αληθινά «ελεύθερη πολιορκημένη». Έπειτα, ο λόγος δίνεται στη Φροσύνη, την  παραμάνα της, μια λαϊκή γυναίκα που τη συνόδευε κατά την φυλάκιση της,  κι εκείνη αντιλαμβάνεται σωστά πως τα πουλιά είναι οιωνός. Αλλά τον ερμηνεύει λάθος. Εικάζει, με τη λαϊκή σοφία που της έχει διδάξει σκληρά η ζωή,  πως σημαίνει ότι θα σταματήσει να είναι αρνητική στον γάμο, θα ξεχάσει τον Ερωτόκριτο, θα παντρευτεί τον ξένο και θα απελευθερωθεί… Κι από τα επιχειρήματά της, μολονότι τονίζει στο τέλος πως ο ξένος γλύτωσε την πατρίδα της κάνοντας έναν έμμεσο συναισθηματικό εκβιασμό, το ισχυρότερο είναι η ανάγκη υπακοής στην οικογένεια. «Υποτάξου στον πατέρα σου. Δεν μπορείς να του αντισταθείς. Εσύ θα μείνεις στη φυλακή κι αυτός εξορία.  Ακόμα κι αν πεθάνει ο πατέρας σου, οι εντολές δεν θα πάψουνε να ισχύουν…». Όμως, η Αρετούσα δεν την ακούει κι ανταμείβεται με τη δυνατότητα να μπορεί να τραγουδήσει στον Ερωτόκριτο -και, συγχωρήστε μου τον αναχρονισμό, «Καινούρια τώρα ζωή ας ξαναρχίσουμε οι δυο μας…»

Συγκρίνοντας, λοιπόν, τις δυο Αρετές, βλέπουμε πόσο ολωσδιόλου αντίθετα αντιδρούν στο θέμα του έρωτα και του γάμου -και κυρίως του γάμου από προξενιό. Η Αρετή εγκλωβισμένη από γεννησιμιού της στην αδιάκοπη φροντίδα της μητέρας της, αποκλεισμένη στους τέσσερις τοίχους της σπιτιού, μαθημένη να αντιμετωπίζεται σαν ένα πολύτιμο αντικείμενο, αφήνεται παθητικά και χωρίς αντίδραση σε μια αδιαμαρτύρητη αποδοχή των αποφάσεων των άλλων για την ίδια. Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι, σαν την Μουτζάν κι αυτή (εδώεδώ κι εδώ), μπορεί να αποδέχθηκε το γάμο της για να ξεφύγει από τον οικιακό εγκλεισμό της, πως ήταν ο μόνος τρόπος απόδρασης που εκ των πραγμάτων ήξερε. Την βλέπουμε όμως πιο μετά, το ίδιο πειθήνια, υπάκουα, αδιάφορα σχεδόν, να αφήνει την νυφική της κατοικία και να ακολουθεί τον αδερφό της. Ο θάνατος θα την βρει, ετεροπροσδιοριζόμενη πάντοτε, κομπάρσο στην ιστορία της ζωής της…

Η Αρετούσα αντίθετα, η καλομαθημένη βασιλοπούλα, γνωρίζει τον έρωτα κι αυτό αρκεί να την αλλάξει τελείως. Μπορεί να ταυτίζει τη ζωή της με τον Ερωτόκριτο, αλλά αυτό το κάνει αφού έχει μπορέσει να αυτοπροσδιοριστεί ίδια, είναι επιλογή της και το κατορθώνει ως ολοκληρωμένος άνθρωπος,  αψηφώντας παραδεδομένους θεσμούς και αντιλήψεις και μη διστάζοντας να συγκρουστεί με την πατρική εξουσία (με κάθε εξουσία ουσιαστικά, εφόσον ο πατέρας της είναι βασιλιάς) και τις κοινωνικές επιταγές… Κι αφού «πέρα πηγαίνει στην τιμή και την πεποίθησί» της κατορθώνει να ζήσει τον έρωτά της, εν πολλοίς να καθορίσει η ίδια την μοίρα της.  (Της γράφει κι ο Αλκίνοος ένα τραγουδάκι…).

Ξέρετε πολλές που το πέτυχαν αυτό;

Η κρητική κοινωνία του 17ου αιώνα, παράγωγο της οποίας είναι ο «Ερωτόκριτος», εξηγεί τη διαφορετικότητα αυτή στην συμπεριφορά των δύο Αρετών.  Η αναγκαστικά ειρηνική, μετά την  κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, συνύπαρξη Βενετών και Κρητικών έφερε την Κρήτη σε επαφή με την Αναγέννηση και τις ευεργετικές επιρροές της στο ανθρώπινο πνεύμα. Η ανάπτυξη του θεάτρου στην Κρήτη υποδηλώνει την ύπαρξη ενός καλλιεργημένου  κοινού, το οποίο έχει την δυνατότητα να σκεφτεί ελεύθερα και να κρίνει… Και σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η εμφάνιση μιας λογοτεχνικής ηρωίδας με τα χαρακτηριστικά της Αρετούσας κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη…

Πηγή: http://afterschoolbar.blogspot.gr/2012/10/767-818.html

0

Η γυναίκα στην παραδοσιακή και στη σύγχρονη κοινωνία

Στις δυτικές κοινωνίες η παραδοσιακή-πατριαρχική οικογένεια χαρακτηριζόταν από την ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα η οποία επεκτεινόταν σε όλους τους τομείς της ζωής.

Βασικά χαρακτηριστικά των παραδοσιακών-πατριαρχικών κοινωνιών ήταν:

  1. O γάμος στηριζόταν στα κοινωνικο-οικονομικά συμφέροντα των δύο συμβαλλομένων οικογενειών· Επομένως ο έρωτας ή η ρομαντική αγάπη δεν αποτελούσε προϋπόθεση, ούτε υπήρχαν προσδοκίες για ανάπτυξη ενός τέτοιου είδους αγάπης. H επιλογή συντρόφου γινόταν από τους γονείς και οι επιθυμίες του ζευγαριού δε θεωρούνταν συνήθως σημαντικές.
  2. H σεξουαλικότητα ήταν άμεσα συνυφασμένη με την αναπαραγωγή. H ανισότητα μεταξύ αντρών και γυναικών επεκτεινόταν και στη σεξουαλική τους ζωή. Οι άντρες είχαν το δικαίωμα πριν από το γάμο τους να έχουν σεξουαλικές εμπειρίες – όμως θέλοντας να εξασφαλίσουν τη συνέχεια στην καταγωγή και τη μεταβίβαση της περιουσίας, ήθελαν να είναι σίγουροι ότι μια συγκεκριμένη γυναίκα θα ήταν η μητέρα των παιδιών τους. Για αυτό η παρθενιά ήταν μια θεμελιώδης αρετή που έπρεπε να χαρακτηρίζει μια γυναίκα για να μπορέσει να παντρευτεί, ενώ παράλληλα η αφοσίωση και η πίστη προς τον άντρα τους ήταν δύο αρετές που καλλιεργούνταν στα κορίτσια και απαιτούνταν από την παραδοσιακή κοινωνία ώστε να μπορέσει ένας γάμος να στεριώσει.
  3. Οι οικογένειες ήταν πολυμελείς – τα παιδιά αποτελούσαν οικονομική επένδυση για μια οικογένεια αφού τόσο οι αγροτικές εργασίες όσο και οι δουλειές του νοικοκυριού απαιτούσαν μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών. Τα παιδιά έπρεπε να είναι υπάκουα στους γονείς [βρίσκονταν σε παρόμοια κοινωνική θέση όπως και οι γυναίκες] ενώ παράλληλα, δεν ανατρέφονταν με βάση τις ψυχοσωματικές τους ανάγκες αλλά οι γονείς ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη συνεισφορά τους στις κοινές οικογενειακές ασχολίες που είχαν ως στόχο την επιβίωση της οικογένειας.                    H ανάπτυξη της τεχνολογίας και των επιστημών και η εξάπλωσή τους σε μια μεγάλη μερίδα χωρών ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους που επηρέασαν τις αξίες, τις αντιλήψεις και κατά συνέπεια τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Οι γενικές αυτές κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές συνοδεύτηκαν από μια σειρά αλλαγών στους διάφορους κοινωνικούς θεσμούς – όπως η οικογένεια. O ρόλος των γυναικών μέσα στην οικογένεια και στην κοινωνία γενικότερα έχει ενδυναμωθεί αφού σήμερα διεκδικούν το δικαίωμα μόρφωσης τους, ένταξης στην αγορά εργασίας, είναι οικονομικά ανεξάρτητες, διεκδικούν μεγαλύτερη νομική ισότητα, έχουν περισσότερη ελευθερία.

(Πηγή: Οικογένεια και αλλαγήhttp://sciencearchives.wordpress.com/2011/01/07/%CE%AD-%CF%8D-%CE%AC/ )

Εργασίες

  1. Να μελετήσετε το κείμενο και να εντοπίσετε τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η κοινωνία την εποχή στην οποία αναφέρεται το ποίημα έχει πατριαρχική κοινωνική οργάνωση.
  2. Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει τη νένα «φρόνιμη γυναίκα του καιρού τση». Συμφωνείτε με αυτόν τον χαρακτηρισμό; Στην απάντησή σας να λάβετε υπόψη την εποχή της ηρωίδας, τις κοινωνικές αντιλήψεις και τα κοινωνικά δεδομένα που επικρατούν, καθώς και τη σχέση της και τα συναισθήματά της προς την Αρετούσα.
  3. Να σκιαγραφήσετε την Αρετούσα, όπως παρουσιάζεται στο απόσπασμα. Στην απάντησή σας να αναφερθείτε στα εξής: α) Ποιες είναι οι επιθυμίες και τα συναισθήματα της ηρωίδας, όπως φαίνονται από όσα λέει η ίδια αλλά και από όσα συνάγουμε από τα λόγια της νένας της. β) Πώς επηρεάζει τη ζωή της η κοινωνική πραγματικότητα της εποχής της; γ) Πώς αντιμετωπίζει η ίδια τις πιέσεις που δέχεται από το περιβάλλον της; Υποκύπτει, ενδίδει σ’ αυτές ή αντιστέκεται;
  4. Οι δύο γυναίκες που παρουσιάζονται στο κείμενο φαίνεται να έχουν διαφορετικές αντιλήψεις. Να παρουσιάσετε σύντομα τις αντιλήψεις τους συσχετίζοντάς τις με την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής τους. Να επιχειρήσετε να εξηγήσετε τους λόγους της διαφοροποίησής τους.
  5. Να υποθέσετε ότι είστε η Αρετούσα και να γράψετε μια σελίδα ημερολογίου στην οποία θα διηγείστε τα γεγονότα που παρουσιάζονται στο απόσπασμα του ποιήματος. Να λάβετε υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είδους του ημερολογίου που είναι: η απλή, καθημερινή γλώσσα, η υποκειμενικότητα, η εξομολογητική διάθεση και η έκφραση των συναισθημάτων του πομπού.
  6. Φανταστείτε πώς θα μπορούσε να μεταφερθεί η ιστορία αυτή στη σύγχρονη εποχή και γράψτε έναν διάλογο – ή μια αφήγηση, ένα ποίημα, ό,τι άλλο εμπνευστείτε – ανάμεσα στην Αρετούσα (της οποίας το όνομα πρέπει βέβαια να αλλάξετε) και ένα άλλο πρόσωπο που προσπαθεί να την πείσει ότι ο έρωτάς της είναι αδιέξοδος. Μπορείτε να πάρετε ιδέες από την παρουσίαση μιας ταινίας με σχετική θεματολογία.

Πηγή: http://ghtoyorfea.blogspot.gr/2011/11/blog-post_17.html

Δείτε και την Εργασία της Δήμητρας Μπρατάνη, μαθήτριας της Γ2 τάξης του 3ου Γυμνάσιου Θεσσαλονίκης, τη σχολική χρονιά 2013-14: http://3gym-thess.thess.sch.gr/autosch/joomla15/index.php/2011-12-21-11-56-22/logotexnia/344-erotokritos

Τέλος, ακολουθεί η εργασία – προβολή παρουσίασης της μαθήτριας Σουρλίγκα Νόπης της Α΄ Λυκείου του Μουσικού Σχολείου Κατερίνης, τη σχολική χρονιά 2014-15. Θέμα της άσκησης:

«Δημιουργήστε στο power point (7-8 διαφάνειες) μια παρουσίαση με μουσική επένδυση (από το Υoutube) του Ερωτόκριτου με στίχους από το ποίημα και εικόνες από την Κρήτη».

Ερωτόκριτος.

Ερωφίλη του Γ. Χορτάτση – ΚΝΛ Α΄Λ.

erofili1

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΚΜΗ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ (1570-1669). ΚΡΗΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

Ύστερα από την πτώση και της Κύπρου στους Τούρκους (1571), τα μόνα σχεδόν ελληνικά μέρη που μένουν υπό την κυριαρχία των Βενετών είναι η Κρήτη και τα Εφτάνησα. Θα παίξουν και τα δύο σημαντικό ρόλο στη λογοτεχνία. Η κρητική λογοτεχνία του τέλους του 16ου και του 17ου αιώνα είναι μια χρυσή περίοδος στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Είναι μαζί και η κορύφωση της λογοτεχνίας της Αναγέννησης στην Ελλάδα. Έξω από την πρώιμη Βοσκοπούλα και από το ωριμότερο έργο, τον Ερωτόκριτο, όλα τα έργα της περιόδου αυτής είναι έργα θεατρικά. Το θέατρο είναι το περισσότερο κοινωνικό, εκείνο που προϋποθέτει απαραίτητα ένα κοινό στο οποίο απευθύνεται.

Ο Γεώργιος Χορτάτσης, εισηγητής του θεάτρου στην Κρήτη είναι περίπου σύγχρονος με τον Σαίξπηρ. (Με λογοτεχνικά καθαρή και υψωμένη γλώσσα). Ο Γεώργιος Χορτάτσης είναι και σύγχρονος με έναν άλλο κορυφαίο συντοπίτη του, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Έγραψε τρία θεατρικά έργα: την Ερωφίλη, τον Κατζούρμπο και την  Πανώρια. Τα έγραψε μεταξύ 1585 και 1600. Αυτά αντιπροσωπεύουν τρία διαφορετικά θεατρικά είδη, την τραγωδία, την κωμωδία και το ποιμενικό δράμα. Ο Χορτάτσης ανήκει στην ανώτερη αστική τάξη, είναι μορφωμένος, γεννήθηκε στα μισά περίπου του 16ου αιώνα και πέθανε το 1610. Ο Χορτάτσης είναι θεατρικός συγγραφέας και ποιητής πρώτης γραμμής.

ΤΡΑΓΩΔΙΑ «ΕΡΩΦΙΛΗ»: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-C113/351/2362,8974/

1.79

Από παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης στα Χανιά, 2005-2006 (Πανάρετος:Μέμος Μπεγνής, Ερωφίλη: Άννα Κουτσαφτίκη, Φιλόγονος: Γιώργος Παρτσαλάκης)

Το αριστούργημά του είναι η Ερωφίλη, τραγωδία κλασική. Οι δύο κεντρικοί ήρωες είναι η Ερωφίλη, κόρη του βασιλιά Φιλόγονου, και ο Πανάρετος, άξιος στρατηγός. Έχουν παντρευτεί κρυφά και ο βασιλιάς όταν το μαθαίνει αφήνει να ξεχυθεί όλη του η οργή για τον παράταιρο γάμο, θα σκοτώσει με μαρτυρικό θάνατο τον Πανάρετο. Η Ερωφίλη θα αυτοκτονήσει μοιρολογώντας, αλλά και τα κορίτσια του χορού θα σκοτώσουν τον άκαρδο βασιλιά.

Read more: http://latistor.blogspot.com/2010/07/1570-1669.html#ixzz3HvQ7tOd1

«Ερωφίλη»: Σχέδιο μαθήματος της Νικολίνας Κουντουρά – σχολικής συμβούλου φιλολόγων: απόσπασμα

Το γεγονός ότι η Ερωφίλη έχει παρασταθεί θεατρικά σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, δίνει και σε μας πολλές δυνατότητες για να αναπαραστήσουμε τον κόσμο του κειμένου αλλά και να αντιληφθούμε την ιστορικότητα της θεατρικής ανάγνωσης.

  • Επιθυμούμε να εκμεταλλευθούμε όσο γίνεται περισσότερο το λόγο της εικόνας αλλά και της οπτικοακουστικής αφήγησης, η οποία μπορεί να κάνει πιο εύκολη και ευχάριστη την ενασχόληση με τη λογοτεχνία, καλύπτοντας παράλληλα με αποτελεσματικότερο τρόπο ένα επιτακτικό αίτημα της εποχής: την καλλιέργεια και την ανάπτυξη ενός πολυδιάστατου, κριτικού και δημιουργικού πολυγραμματισμού.
  • Πλαισιώνουμε το κείμενό μας με αποσπάσματα από δύο άλλα κλασικά ερωτικά έργα, τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου και το Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ.
  • Χρησιμοποιούμε παράλληλα αρκετές εικόνες από την εποχή  της Αναγέννησης στην Κρήτη, αποσπάσματα από κινηματογραφικές μεταφορές του Ρωμαίος και Ιουλιέτα αλλά και άλλα ποιήματα και τραγούδια.

Σκοποθεσία
Με τη διδασκαλία της Ερωφίλης επιδιώκουμε οι μαθητές και οι μαθήτριες:

  • Να εντάξουν το κείμενο στο ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο της κρητικής αναγέννησης.
  • Να κατανοήσουν την ιστορικότητα της πρόσληψής του σε διάφορες εποχές.
  • Να αναγνωρίσουν την επικαιρότητα του κειμένου, μέσω της διαχρονικής παρουσίας του συγκεκριμένου θέματος στην τέχνη αλλά και την πραγματικότητα.
  • Να προβληματιστούν σχετικά με τις εμπειρίες της μετάβασης από την παιδική στην εφηβική και ώριμη ηλικία.

Παράλληλα κείμενα
1. Αποσπάσματα από τα Καταλόγια, τα ερωτικά ποιήματα των νησιών (Από το χειρόγραφο του Λονδίνου, Αλφάβητος της Αγάπης, στ. 60-72, Τα εκατόλογα, στ. 210-215, Ποιητική Ανθολογία Λίνου Πολίτη, τόμος Β΄. Αθήνα: Δωδώνη, 19, 22).
2. Αποσπάσματα από το Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ, Πράξη Β΄, σκ. 2/μτφρ. Βασίλης Ρώτας. Αθήνα: Ίκαρος, 1970, 46-47. (Παραπέμπουμε στο υποστηρικτικό υλικό του ηλεκτρονικού σχολικού βιβλίου γ΄ γυμνασίου: http:// http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-C113/351/2362,8974/extras/activities/index02_01_erofili_metaselida/orkoi_tis_agapis_metaselida.html).
3. Αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντσου Κορνάρου / επιμ. Γ.Π. Σαββίδης. Αθήνα: Ερμής, 2003, στ. 1465-1496.

Βοηθητικό υλικό

Εικόνες

  • Η εικόνα της Βενετίας που παριστάνεται αλληγορικά ως γυναίκα, με τις θαλάσσιες κτήσεις που την περιβάλλουν (Χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Παρισίων)
  • Ο χάρτης της Βενετικής πόλης των Χανίων, Francesco Basilicata
  • Η χαλκογραφία του Ρεθύμνου του Marco Boschini
  • Tα σκίτσα του δουκάτου του Χάνδακα του Θωμά Φανουράκη
  • Τα εξώφυλλα της Ερωφίλης στις εκδόσεις του Κιγάλα (1637) και του Γραδενίγου (1676).

Φωτογραφίες από τις θεατρικές παραστάσεις της Ερωφίλης από:

Από το ιστολόγιο: http://gnosostalides.blogspot.gr/2013/10/blog-post_4.html:

ΕΡΩΦΙΛΗ-ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

1.843

(Από την προαναφερθείσα θεατρική παράσταση)
Η Ερωφίλη του Γεώργιου Χορτάτση είναι η πιο παλιά και η πιο σημαντική τραγωδία του κρητικού θεάτρου.  Γράφτηκε γύρω στα 1600 με πρότυπο μια αντίστοιχη τραγωδία της Ιταλικής Αναγέννησης, την Orbecche του Giraldi, χωρίς όμως, τις φρικαλεότητες του προτύπου της. Αποτελείται από πρόλογο και από πέντε πράξεις, όπου στο τέλος της καθεμιάς υπάρχει κι ένα χορικό. Ανάμεσα στις πέντε αυτές πράξεις παρεμβάλλονται τέσσερα ιντερμέδια. Ακούμε απόσπασμα από το χωρίο που υπάρχει στο σχολικό εγχειρίδιο Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ΄ Γυμνασίου:
O Μάνος Χατζιδάκις έχει μελοποιήσει στίχους από το μονόλογο της Ερωφίλης (Πράξη Γ’, στ. 9-19) στο δίσκο του O Μεγάλος Ερωτικός. Ας το απολαύσουμε σε δύο διαφορετικές εκτελέσεις.
  Ας συγκρίνουμε τις δύο ερωτικές σκηνές στην Ερωφίλη και τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου, μέσα από τα λόγια που ανταλλάσσουν τα δύο ζευγάρια, καθώς και τους όρκους που δίνουν.
                  Ερωτόκριτος (Αποχαιρετισμός- Νίκος Ξυλούρης)
                   http://youtube.googleapis.com/v/UwDomxyoFgU&source=uds
_________________________________________________________________________________________________
Σχετικά με την ενότητα «Τα φύλα στη λογοτεχνία» συνδυασμένα με την Ερωφίλη – Εργασίες
  1. Επισκεφτείτε  Ευρωπαϊκή Εταιρία Νεοελληνικών σπουδών στη διεύθυνση: www.eens-congress.eu  και καταγράψτε τα έργα που ανέδειξαν την αντίδραση της γυναίκας στο οικογενειακό και κοινωνικό  κατεστημένο.
  2. Ανατρέξτε στο κρητικό περιοδικό «στιγμές» στη διεύθυνση: www.stigmes.gr/gr/grpages/articles/vendetta2.html και συμβουλευτείτε το σχετικό άρθρο για το θέμα της εκδίκησης και της βεντέτας στην κρητική λογοτεχνία. Διατυπώστε σε δικό σας κείμενο τις γνώσεις και την εμπειρία που αποκομίσατε.
  3. ΔΕΙΤΕ την ταινία «Η Επιστροφή» του  Andrei Zvyagintse και παρατηρήστε τον τρόπο που ασκείται η πατρική εξουσία αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τα δύο παιδιά αντιδρούν σ’ αυτή. Μπορείτε να συμβουλευτείτε και την κριτική για το έργο διαβάζοντας εδώ: cine-theasi.blogspot.com/2009/05/vozvrashcheniye.html
  4. Μελετήστε τα ανθολογημένα αποσπάσματα της Ερωφίλης  από το: www.snhell.gr/references/quotes/writer.asp?id=345. Και σχολιάστε ελεύθερα όποιους στίχους σας άρεσαν περισσότερο!
  5. Ακούστε και… απολαύστε τον Λουδοβίκο των Ανωγείων, στο ‘νειρο της Ερωφίλης εδώ:
    και περιγράψτε τις σκέψεις που κάνατε για το τραγούδι αυτό σε σχέση με το έργο της Eρωφίλης.

______________________________________________________________________________________

 (Προτάσεις από τη Σχολική Σύμβουλο φιλολόγων Ν. Κουντουρά)
Μ. ΚΑΤΣΑΡΟΣ, Ποιητικά θραύσματα 

Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα αδιάφορος-
Δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω.
Οι φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν το τέλος μου
ανάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεώνες.
Θα περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος
χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες.

Πίσω από το χάρτινο κήπο σας
πίσω από το χάρτινο πρόσωπό σας
εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη
ο άνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες
μάταιοι λόγοι.

Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία.

Το τραγούδι της ημέρας

Παύλος Σιδηρόπουλος, Να μ’ αγαπάς

«Αν ήξευρα κυράτσα μου…» (καταλόγιο)

Στο «Αν ήξευρα κυράτσα μου…» η γυναίκα παρουσιάζεται ως μια ερωτευμένη κοπέλα που δεν διστάζει να εξομολογηθεί τον έρωτά της στον νέο που αγαπά, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο την πλήρη υποταγή στον έρωτα της, την πίστη, την αφοσίωση και την συναισθηματική, θα λέγαμε, υποταγή της.