Ο γιος της χήρας (ακριτικό δημοτικό τραγούδι)

Ο γιος της χήρας

Το είδος
Το κείμενο είναι ένα ακριτικό τραγούδι κι έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ακριτικών τραγουδιών. Οι ήρωές τους έχουν υπερφυσική δύναμη, απεριόριστη εμπιστοσύνη στους εαυτούς τους και την ικανότητα να επιτυγχάνουν πολύ μεγάλα ηρωικά κατορθώματα, ανατρέποντας σχεδόν τους νόμους της φύσης. Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο τραγούδι προέρχεται από την Κρήτη -περιοχή που δεν είχε ακρίτες- και οι εχθροί είναι οι Φράγκοι δείχνει την μεγάλη διάδοση των ακριτικών τραγουδιών και την ταύτισή τους με μεταγενέστερους εχθρούς και υστερότερες πολεμικές αναμετρήσεις.

Υπόθεση
Ο γιος της χήρας κάθεται και τρώει στο γεμάτο πολυτέλεια σπίτι του, όπου τον κερνάει αμίλητη μια στολισμένη κοπέλα. Ξαφνικά μπαίνει μέσα η μάνα του και τον μαλώνει γιατί, ενώ πλησιάζουν εχθροί, αυτός γλεντοκοπάει. Εκείνος τη βάζει να τους μετρήσει, επειδή αν είναι λίγοι, δεν υπάρχει άμεσα λόγος ανησυχίας και μπορεί να συνεχίσει τον γλέντι του. Μαθαίνει όμως ότι είναι περισσότεροι και ζητάει να του ετοιμάσουν το άλογο του για να μεριμνήσει του θέματος. Ανεβαίνει στο άλογό του κι αφού του τάξει ότι αν τον βγάλει ασπροπρόσωπο θα το ντύσει στα χρυσά και ξεχύνεται στην μάχη, θερίζοντας τους εχθρούς. Το πολεμικού του μένος είναι τέτοιο που κοντεύει να γκρεμίσει τον κόσμο, με αποτέλεσμα να κατέβει ένας άγγελος και να τον σταματήσει.

Τα πρόσωπα
Ο γιος της χήρας

Εμφανίζεται υπερόπτης, γιατί νιώθει παντοδύναμος και για αυτό προτίθεται να βγει στην μάχη μόνο για κάτι που αξίζει για την παλικαριά του. Το πλούσιο σπίτι και η στολισμένη κοπέλα που τον υπηρετούν δηλώνουν μια ευμάρεια, η οποία με τη σειρά της προδίδει την ευγενική καταγωγή του αλλά και τις ικανότητές του. Παρακινημένος από την επιτίμηση της μητέρας του, βγαίνει στην μάχη να αντιμετωπίσει τους εχθρούς. Ο τρόπος που μιλάει στο άλογο του -το οποίο έμμεσα προσωποποιείται– δείχνει την συναισθηματική εγγύτητα που υπάρχει μεταξύ τους και συνάδει με τον ακριτικό τρόπο ζωής. Οι πολεμικές του ικανότητες είναι τόσο μεγάλες, που όχι μόνο διαλύει τους εχθρούς του, αλλά αρχίζει να καταστρέφει την φύση, η οποία διαμαρτύρεται και αναγκάζεται να κατέβει άγγελος Κυρίου για να τον σταματήσει.

02241

Η χήρα
Μολονότι αγαπάει τον γιο της, περιμένει από αυτόν να ακολουθήσει την ηρωική παράδοση της οικογένειάς του και να πάρει την θέση του νεκρού πατέρα του. Η ίδια ως γυναίκα αντιδρά παθητικά στην επιδρομή των εχθρών. Με την ιδιότητά της της μάνας όμως, φαίνεται να ασκεί μια συναισθηματική εξουσία πάνω στο γιο της, γεγονός που της επιτρέπει να διατηρεί τη θέση του θεματοφύλακα της ηρωικής ηθικής της οικογένειας. Έτσι, δεν διστάζει να τον επιτιμήσει, όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν συμπεριφέρεται όπως ταιριάζει στο χρέος και τις ικανότητές του. Τα αποτελέσματα των παρακινήσεών της είναι άμεσα, καθώς ο γιος της φεύγει αμέσως για την μάχη.

Το άλογο (ο Μαύρος)
Η έμμεση προσωποποίηση του αλόγου (η χρήση του κεφαλαίου πρώτου γράμματος και το γεγονός ότι του απευθύνεται ο ακρίτας τάζοντάς του σαν να ήταν άνθρωπος) δείχνει στενή και φιλική σχέση που υπάρχει μεταξύ τους. Παράλληλα, φανερώνει και την αξία του αλόγου ως συμπαραστάτη, καθώς με τη βοήθεια του αλόγου ο ήρωας μπορεί να πετύχει τα κατορθώματά του.

Η κόρη
Αμέτοχο πρόσωπο στην εξέλιξη της δράσης. Η παρουσία της περιορίζεται στον υπηρετεί τον ακρίτα, στολισμένη με ασήμι. (Ενώ στο άλογο παράλληλα δίνεται χρυσός. Προφανώς και η λέξη ασήμι χρησιμοποιείται συνεκδοχικά για να δηλώσει την πολυτέλεια. Η ασυνείδητη, έστω, επιλογή της συγκεκριμένης γλωσσικής έκφρασης είναι εξαιρετικά εύγλωττη, ωστόσο). Μπορεί να είναι αδερφή ή γυναίκα του ήρωα, αλλά ουσιαστικά λειτουργεί σαν υπηρέτρια.

Η φύση
Προσωποποιούμενη, για να διαμαρτυρηθεί, χρησιμοποιείται ως ένδειξη του ηρωισμού τους γιου της χήρας.

Άγγελος
Δευτερεύον πρόσωπο, εμφανίζεται ως από μηχανής θεός, για να γλυτώσει τη φύση από την πολεμική μανία του γιου της χήρας, φανερώνοντας έτσι τις πολεμικές του ικανότητες.

Η δομή της οικογένειας και οι κοινωνικές σχέσεις
Η κοινωνία στην οποία διαδραματίζεται το κείμενο είναι ανδροκρατούμενη και η δομή της οικογένειας πατριαρχική. Όταν απουσιάζει ο πατέρας λόγω θανάτου, ο μεγαλύτερος γιος είναι εκείνος που τον αντικαθιστά ως κεφαλή της οικογένειας και αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις του. Το γεγονός ότι ο γιος της χήρας μόνο στο άλογό του απευθύνεται με τρυφερότητα και ευγένεια δείχνει μια κοινωνία στην οποία οι άντρες λείπουν συχνά από το σπίτι για να αναλάβουν τις εξωτερικές υποχρεώσεις.
Οι γυναίκες έμεναν στο σπίτι. Από το ακριτικό τραγούδι προκύπτει και η θέση της μάνας στη συγκεκριμένου τύπου μορφή οικογένειας. Ως γυναίκα ήταν υποχρεωμένη να δρα παθητικά, περιορισμένη μέσα στα όρια του σπιτιού. Η ιδιότητα της μάνας όμως της προσφέρει μια μορφή συναισθηματικής εξουσίας πάνω στους υπόλοιπους και της επιτρέπει να τους παρακινεί. Αυτό γίνεται άμεσα  ευδιάκριτο, καθώς η μάνα παροτρύνει και ο γιος σπεύδει άμεσα να ανταποκριθεί.
Η παρουσία της ανώνυμης κόρης είναι ενδεικτική της θέσης των γυναικών. Οι μόνες πληροφορίες που παίρνουμε για αυτήν είναι ότι κερνάει τον ήρωα και ότι είναι “ασημοκουκουλωμένη». Από αυτό προκύπτει ότι η σκοπός των γυναικών είναι να υπηρετούν τους άντρες του και να φροντίζουν το σπίτι γενικά. Παράλληλα, σημαίνει ότι οι ίδιες ως προσωπικότητα δεν έχουν καμιά αξία κι αντιμετωπίζονται και οι ίδιες ως απόκτημα και όχι ως άνθρωποι. Η αξία της κοπέλας στο ποίημα είναι δοτή, τα στολίδια που της έχει φέρει προφανώς ο ήρωας και με αυτά λειτουργεί ως ντεκόρ και η ίδια, προστιθέμενη στην υπόλοιπη πολυτέλεια του σπιτιού, δείγμα του πλούτου άρα και των ικανοτήτων του άντρας της.

Υ.Γ.: Δείτε εδώ μια ανάρτηση-μονογραφία του ζωγράφου-ερευνητή Δημήτρη Σκουρτέλη πάνω στα ακριτικά τραγούδια που έχουν ως ήρωα τον γιό της χήρας: http://dimitris-a-skourtelis.blogspot.gr/p/blog-page.html

(Από το Α1 Λυκείου του Μουσικού Σχολείου Ρόδου, 2013)

Από Τρ. Θεμάτων: Γρηγόριος Ξενόπουλος «Στέλλα Βιολάντη» – Κείμενο, ερωτήσεις κι απαντήσεις

violanti

Α. Πληροφοριακά – βιογραφικά στοιχεία για τον Ξενόπουλο:

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (Κων/πολη 9 Δεκεμβρίου 1867 – Αθήνα 14 Ιανουαρίου 1951) ήταν Ζακυνθινός μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων. Ο πατέρας του, Διονύσιος, καταγόταν από τη Ζάκυνθο και η μητέρα του Ευλαλία από την Πόλη. Ο Γρηγόριος έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Ζάκυνθο, μέχρι το 1883, όταν γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να σπουδάσει Φυσικομαθηματικά. Τις σπουδές του δεν τις ολοκλήρωσε ποτέ: από το πρώτο ήδη έτος είχε αρχίσει την ενασχόληση με τη λογοτεχνία, η οποία ήταν και η μοναδική πηγή εσόδων του.

Από το 1892 εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στην Αθήνα και το 1894 παντρεύτηκε την Ευφροσύνη Διογενίδη. Το ζευγάρι χώρισε ενάμιση χρόνο μετά, ενώ είχαν ήδη αποκτήσει μια κόρη, και ο συγγραφέας παντρεύτηκε ξανά το 1901 την Χριστίνα Κανελλοπούλου, με την οποία απέκτησε άλλες δύο κόρες.

Συνεργάστηκε με πλήθος εφημερίδων και περιοδικών στις οποίες δημοσίευε μελέτες, άρθρα, διηγήματα και μυθιστορήματα. Το 1894 ανέλαβε τη διεύθυνση της «Εικονογραφημένης Εστίας», το 1896 και ως το 1948 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού «Η Διάπλασις των Παίδων», του οποίου ήταν και συνδρομητής κατά τα παιδικά του χρόνια.  Κατά την αρχισυνταξία του Ξενόπουλου στο περιοδικό ήταν και ο βασικός του συντάκτης. Είναι χαρακτηριστική η υπογραφή του «Σας ασπάζομαι, Φαίδων», που χρησιμοποιούσε στις επιστολές που υποτίθεται έστελνε στο περιοδικό.

Από το 1901 ως το 1912 δημοσίευε στο περιοδικό «Παναθήναια» λογοτεχνικά έργα και μελέτες και από το 1912 άρχισε να συνεργάζεται με την εφημερίδα «Έθνος», γράφοντας μυθιστορήματα σε συνέχειες. Το έργο του «Στέλλα Βιολάντη» χρονολογείται το 1909, το έγραψε δηλαδή σε μια εποχή μετά την ανορθωτική προσπάθεια του Χ. Τρικούπη στην πολιτική ζωή (1881 κ.ε) και πριν τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13).

Το 1927 ίδρυσε το περιοδικό «Νέα Εστία», του οποίου ήταν διευθυντής ως το 1934. Το 1931 έγινε ακαδημαϊκός. Μαζί με τους Παλαμά, Σικελιανό και Καζαντζάκη ίδρυσε την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.

Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Γρηγόριος Ξενόπουλος μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου, με την οποία αφενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.

Πέθανε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 1951 και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.

Β. Η πνευματική ζωή της Ελλάδας όταν γράφτηκε η «Στέλλα Βιολάντη»

Το λογοτεχνικό αυτό έργο γράφτηκε όταν στην Ελλάδα γινόταν ένας αγώνας για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας. Υπενθυμίζουμε ότι το 1888 εκδόθηκε «Το ταξίδι μου» του Ψυχάρη. Χαρακτηριστικές τεχνοτροπίες της Αθηναϊκής Σχολής είναι ο ρεαλισμός (: πιστή απόδοση της πραγματικότητας) και ο νατουραλισμός (εξέλιξη του ρεαλισμού). Βασικοί εκπρόσωποι: Δημήτριος Βικέλας. Γεώργιος Βιζυηνός, Αλέξ. Παπαδιαμάντης, Ανδρ. Καρκαβίτσας, Γρηγ. Ξενόπουλος, Κων/νος Θεοτόκης κ.ά.

 Γ. Ειδικότερα για τη «Στέλλα Βιολάντη» και το συσχετισμό του συγκεκριμένου έργου με την ενότητα: «Τα φύλα στη Λογοτεχνία»

Στη «Στέλλα Βιολάντη» αποτυπώνονται οι σχέσεις των δύο φύλων μέσα σε μια ζακυνθινή αστική οικογένεια, όπου «εξουσιάζει» η δεσποτική μορφή του πατέρα και δεν έχουν λόγο – ή δεν θα έπρεπε να έχουν- οι γυναίκες της οικογένειας. Τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής εκείνης (β΄ μισό του 19ου αι. και αρχές του 20ού αι.) δεν επιτρέπουν καμιά ελευθερία στις γυναίκες και στερούν από αυτές κάθε δικαίωμα προσωπικής βούλησης και επιλογής.

Βέβαια, η ηρωίδα του κειμένου αντιστέκεται και διεκδικεί τον «αγαπημένο» της με μεγάλη επιμονή και ψυχικό σθένος, φτάνοντας μέχρι την πλήρη εξάντληση και το θάνατο.

Δ. Γενικές – ιστορικές πληροφορίες για το έργο «Στέλλα Βιολάντη»

Δείτε τη Στέλλα Βιολάντη από «Το θέατρο της Δευτέρας»:

Ή ακούστε το θεατρικό έργο από «Το θέατρο της Τετάρτης».

Η «Στέλλα Βιολάντη» είναι ένα τραγικό έργο, ύμνος στην αληθινή αγάπη που δεν υποχωρεί και δεν υπολογίζει τίποτα στο πέρασμα της. Θα ακούσετε μια μαγευτική Ελένη Χατζηαργύρη και έναν επιβλητικό Λυκούργο Καλλέργη στο ρόλο του αυστηρού πατέρα. Ένα έργο που, πραγματικά θα σας καθηλώσει!:

3 πράξεις

1908. Ηθογραφία. Αποτελεί διασκευή της νουβέλας «Έρως Εσταυρωμένος», (1901) μετά από παράκληση του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, εκ μέρους της Μαρίκας Κοτοπούλη. 

Η πρώτη γυναίκα στο νέο ελληνικό θέατρο που αγωνίστηκε για τα δικαιώματα της με πάθος και συνέπεια είναι η Στέλλα Βιολάντη. Η ιστορία αναφέρεται σε ένα πραγματικό γεγονός του 1883, το οποίο είχε συγκλονίσει τους Αθηναίους της εποχής.

«…Μα και την υπόθεση αυτή του Έρως Εσταυρωμένου την πήρα από τη ζωή. Δεν είναι φανταστική καθόλου. Όχι μόνο στη Ζάκυνθο, όχι μόνο στην Επτάνησο, αλλά και στην Ελλάδα γενικά, -όμοιο περιστατικό είχε συμβεί τότε στην Πάτρα, άλλο στην Αθήνα-, ερωτευμένα κορίτσια φυλακίζουνταν εκείνο τον καιρό σε σοφίτες ή καταγώγια, ως να ξεχάσουν, να αρνηθούν την απαγορευμένη τους αγάπη, ή να πεθάνουν. Συχνότερα συνέβαινε το πρώτο, κάποτε όμως -η περίπτωση της Στέλλας Βιολάντη- συνέβαινε το δεύτερο: η υπέρβαση ή κατάχρηση αυτής της πατρικής εξουσίας έφτανε στο έγκλημα και τελείωνε σε τραγωδία. Έτσι το έργο αυτό, και στην υπόθεσή του και στην ιδέα του, είναι κάτι το γνήσια ντόπιο, το ηθογραφικό αν θέλετε, χωρίς την παραμικρή, νομίζω, επίδραση από ξένα πρότυπα, που τόσο συχνά τη βλέπουμε στο νεοελληνικό θέατρο…» [26 Απριλίου 1948, Γρ.Ξενόπουλος]

Ο Γρηγ. Ξενόπουλος γράφει για το έργο του:

Το διήγημα «Έρως Εσταυρωμένος», που το δραματοποίησα ύστερα με τον τίτλο «Στέλλα Βιολάντη», είναι μια έμπνευση του 1901. Ο θρύλος όμως που μου έδωσε αφορμή να γράψω και το διήγημα και το δράμα είναι κατά είκοσι τουλάχιστον χρόνια αρχαιό­τερος. Γιατί περί το 1880 ψιθυριζόταν στη Ζάκυνθο- ήμουν παιδί τότε- πως ένας άγριος πατέρας εφυλάκισε την κόρη του στη σοφίτα του σπιτιού του με ψωμί και με νερό, επειδή αγαπούσε κάποιον που δεν ήθελε να της τον δώσει κι αρνιόταν επίμονα να πάρει έναν άλλον που της έδινε αυτός.
Η δυστυχισμένη κόρη πέθανε απ’ αυτό το μαρτύριο· αποσιώπησαν όμως την αιτία του θανάτου της και την εκήδεψαν μεγαλόπρεπα, με τις πιο επιδειχτικές εκδηλώσεις απαρη­γόρητου πένθους. Λίγο αργότερα -ήμουν πια φοιτητής- άκουσα πως όμοιο δράμα έγινε και στην Πάτρα, και τα πρώτα χρόνια που εγκα­ταστάθηκαν στη Αθήνα οριστικά, εγνώρισα μια πολύ καλή οικογένεια με τέσσερες κόρες, που όταν μια απ’ αυτές, η ωραιότερη, πέθανε κάπως ξαφνικά, έμαθα πως οι γονείς της και τ’ αδέρφια της- δυο Νταντήδες υπήρχαν σ’ εκείνο το σπίτι- την εσκότωναν από το ξύλο, επειδή είχε ερωτευθεί κάποιον παρακατιανό. Αυτή μάλιστα η Αθη­ναϊκή ιστορία μου θύμισε τότε την παλιά ζακυνθινή και μ’ έκανε να γράφω τον «Εσταυρωμένο Έρωτα της Στέλλας Βιολάντη», που έκανε τόση εντύπωση όταν πρωτοδημοσιεύθηκε στα «Παναθήναια», ώστε ο Παλαμάς να αφιερώσει ποίημα στην ηρωίδα -αυτό που έβαλα για πρόλογο στο δράμα- κι ο Βλάσης Γαβριηλίδης να γράψει κύριο άρθρο στην «Ακρόπολί» του -άλλοι καιροί, άλλα ήθη- με τον τίτλο «Στέλλα Βιολάντη».

Περ. «Νεοελλ. Λογοτεχνία», τεύχος 1ον, (1937), σελ. 1

Πρόσωπα του έργου στο απόσπασμα του σχολικού βιβλίου (ΚΝΛ Β΄ Λ.: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSB106/544/3561,14830/ ):

1. Παναγής Βιολάντης, 2. Μαρίνα Βιολάντη, 3. Στέλλα Βιολάντη, 4. Νταντής, 5. θεία Νιόνια, 6. Χρηστάκης Ζαμάνος, 7. Ασημίνα.

Τράπεζα θεμάτων: Κείμενο και ερωτήσειςGI_A_NEL_XENOPOULOS, Stella Violanti

Απαντήσεις

α.1. Τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας είναι: ο Χρηστάκης Ζαμάνος, η Στέλλα Βιολάντη και ο Παναγής Βιολάντης.

α.2. Ο χώρος δράσης είναι το γραφείο του Παναγή Βιολάντη, ένα «στενό τετράγωνο χωρισμένο με κίτρινα κάγκελα», όπως αναφέρεται στο απόσπασμα. Ο στενός αυτός χώρος μοιάζει με κλουβί όπου εκεί ο Παναγής Βιολάντης ασφυκτιά σαν θηρίο.

α.3. Το γραμματικό πρόσωπο που επιλέγει στο απόσπασμα αυτό ο Γρ. Ξενόπουλος είναι το γ΄ ενικό. Με την επιλογή αυτού του προσώπου ο συγγραφέας αποστασιοποιείται και δίνει την περιγραφή του Παναγή Βιολάντη κατά τρόπο αντικειμενικό και αναλυτικό. Γενικά, το γ΄ πρόσωπο προσδίδει πάντα στην αφήγηση την αίσθηση της αντικειμενικότητας, καθώς ο αφηγητής δε μοιάζει να συμμετέχει ως δρων πρόσωπο στα διαδραματιζόμενα. Συνάμα η επιλογή αυτού του προσώπου δημιουργεί την εντύπωση πως ο αφηγητής είναι παντογνώστης, αφού δεν ταυτίζεται μ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο της ιστορίας και μοιάζει να έχει πλήρη εποπτεία όσων συμβαίνουν.

β.1. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα η Στ. Βιολάντη παρουσιάζεται ως ένα εξαιρετικά διακριτικό και σοβαρό πρόσωπο («Η Στέλλα που δεν… ακόμη κι αυτόν;»). Ο Άγγλος τηλεγραφητής την χαρακτηρίζει «εύμορφη, φρόνιμη και με μεγάλη προίκα». Επομένως, η Στέλλα Βιολάντη παρουσιάζεται ως μια αξιόλογη κοπέλα, ιδανική για γάμο.

β.2. Ο Χρηστάκης Ζαμάνος, όταν έλαβε την επιστολή της Στ. Βιολάντη, χάρηκε πολύ. Ωστόσο, αντί να κρατήσει μια στάση διακριτική και εχέμυθη, για να μην εκθέσει την κοπέλα, εκείνος έδειξε την επιστολή της σε συναδέλφους του προκαλώντας εύλογα σχόλια, αλλά και παραινέσεις να τη ζητήσει σε γάμο από τον πατέρα της.

β.3. Ο Στέφενσων είναι εκείνος που δίνει στο Χρ. Ζαμάνο τη συμβουλή να γράψει ένα γράμμα στον πατέρα της Στέλλας, αναφέροντάς του τις συνήθειες της Αγγλίας.Η επιστολή αυτή είναι σημαντική για την εξέλιξη της πλοκής, καθώς προκαλεί την οργή του Παναγή Βιολάντη και τις εξελίξεις στην οικογένειά του. Επομένως, ο Στέφενσων, αν και δεν είναι από τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας, παίζει έναν ρόλο καθοριστικό για την εξέλιξη της υπόθεσης.

Γρηγόριος Ξενόπουλος «Στέλλα Βιολάντη» – Υπόθεση

Η ιστορία του διηγήματος εκτυλίσσεται στη Ζάκυνθο, όπου η 19χρονη Στέλλα Βιολάντη, κόρη του πλούσιου μεγαλέμπορα Παναγή Βιολάντη, γνωρίζει έναν γοητευτικό νέο, τον Χρηστάκη Ζαμάνο. Ο Ζαμάνος εργάζεται στο τηλεγραφείο κι έχει συνηθίσει χάρη στο καλό παρουσιαστικό του να κερδίζει εύκολα τη συμπάθεια και τον έρωτα των κοριτσιών του νησιού. Η Στέλλα, ωστόσο, δεν του δίνει σημασία. «Δεν είχε τόση φιλοδοξία αυτή∙ δεν έβαλε ποτέ με το νου της να κατακτήσει νέο, που καθεμιά τον ήθελε και του το έδειχνε.»
Η αδιαφορία αυτή της Στέλλας πληγώνει τον εγωισμό του χαϊδεμένου Χρηστάκη, ο οποίος αποφασίζει να την κατακτήσει, κι όπως χαρακτηριστικά λέει σ’ έναν φίλο του «θα την κάμω εγώ να βουρλιστεί!». Αρχίζει, λοιπόν, να διεκδικεί επίμονα την προσοχή της Στέλλας, κάνοντας ό,τι μπορεί για να την πείσει πως αγαπά μόνο εκείνη και πως αδιαφορεί για όλες τις άλλες. Ένα βράδυ, μάλιστα, της δίνει ένα γράμμα με το οποίο της εξομολογείται τον έρωτά του.
Η Στέλλα διαβάζοντας το γράμμα ξεγελιέται και θεωρεί πως ο Χρηστάκης την αγαπά πραγματικά. Περνά το βράδυ της ξάγρυπνη να σκέφτεται όλες τις προηγούμενες απόπειρές του να της δείξει το ενδιαφέρον του και πείθεται εν τέλει πως ο έρωτάς του είναι αληθινός. Του στέλνει, έτσι, κι εκείνη ένα σύντομο ερωτικό γράμμα: «Ναι, Χρηστάκη μου, σ’ αγαπώ κι εγώ, σ’ αγαπώ όσο δεν φαντάζεσαι, όσο δεν μπορείς να φαντασθείς. Είμαι δική σου. Αγάπα με. Η Στέλλα σου.»
Ο Ζαμάνος ενθουσιάζεται με την απάντηση της Στέλλας, κι ακολουθώντας τη συμβουλή ενός Άγγλου φίλου του, πως δεν πρέπει να χάσει την ευκαιρία, αφού η κοπέλα είχε πολύ μεγάλη προίκα, αποφασίζει να στείλει επιστολή στον πατέρα της για να τη ζητήσει σε γάμο.
Ο πατέρας, όμως, της Στέλλας μόλις λαμβάνει τη σχετική επιστολή εξαγριώνεται με το θράσος του φτωχού υπαλλήλου. «Τι λέω-λέει;!! Ο γιος του Ζαμάνου, ο ψωρίτης του ψωρίτη, ο χαϊμένος, επήρε το αντζάρντο να μου γυρέψει τη θυγατέρα μου, εμένανε;…»
Ο Παναγής Βιολάντης ήταν ένας εξαιρετικά σκληρός άνθρωπος που ενδιαφερόταν μόνο για το καλό του όνομα στην τοπική κοινωνία. Μόλις, επομένως, υποψιάστηκε από το γράμμα του Ζαμάνου πως η κόρη του ενθάρρυνε αυτό το τόλμημα του νεαρού, θέλησε αμέσως να μάθει σε ποιο σημείο είχε εκτεθεί η οικογένειά του. Εμφανίστηκε έτσι υποκριτικά πρόσχαρος στο σπίτι του, δίνοντας στη Στέλλα την εντύπωση πως θα της επέτρεπε να παντρευτεί τον Χρηστάκη. Της ζητούσε, ωστόσο, επίμονα να του εξηγήσει πως έγινε η γνωριμία με τον νεαρό, κι όταν εκείνη του είπε πως του είχε στείλει γράμμα, τη χτύπησε, την κλείδωσε στο δωμάτιό της, κι έφυγε για να πάρει πίσω το γράμμα της κόρης του και να απειλήσει το Ζαμάνο, ώστε να μη μάθει ποτέ κανείς γι’ αυτή την απρέπεια της Στέλλας.
Ο Χρηστάκης Ζαμάνος δέχτηκε έντρομος τις απειλές του Βιολάντη και πολύ γρήγορα του έδωσε το γράμμα της Στέλλας, αφού ούτως ή άλλως δεν είχε ποτέ αγαπήσει την κοπέλα. Ο Παναγής Βιολάντης διαβάζοντας το γράμμα της Στέλλας εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο με την ανοησία της κόρης του:
«Τ’ είναι τούτα που μου κάνεις μωρή; εφώναξε ο Παναγής έξω φρενών∙ τι ντροπές είναι τούτες που μόβαλες στο κούτελό μου;… “Είμαι δική σου;”! Πώς έγραψες εσύ τέτοιο πράμα; Τίνος είσαι, μωρή; Ποιον ερώτησες να σου πει τίνος είσαι; Με ποιο δικαίωμα δόθηκες στον ξένον άνθρωπο; Ποιος σου είπε πως ορίζεις τον εαυτό σου; Πώς σου πέρασε από το νου, πως μπορείς να δώσεις και το νύχι σου, χωρίς να θέλω εγώ;… Δε μιλείς, μωρή;… Ε, τι είναι τούτα;».
Η οργή του Παναγή Βιολάντη ήταν πολύ έντονη, κυρίως γιατί σκεφτόταν την προσβολή που θα του γινόταν, αν μάθαιναν οι άνθρωποι του νησιού πως η κόρη του ξέπεσε σε τέτοιο σημείο, ώστε να στέλνει ερωτικά γράμματα σ’ έναν φτωχό υπάλληλο.
«Κι εχύθηκε πάνω της, και την άρπαξε από το λαιμό, και της τον έσφιξε να την πνίξει, κι έπειτα την άρχισε γροθιές, και την εκτυπούσε όπου έφθανε, στους ώμους, στο στήθος, στο κεφάλι, και την εκτυπούσε αλύπητα, με λύσσα, να την τελειώσει, να την ξεκάμει, όπως μόνον ένας πατέρας μπορεί να χτυπά την κόρη του… Και ως να τον εμεθούσε περισσότερο κάθε χτύπημα, ως να τον εφρένιαζε η αντίσταση της στερεάς σαρκός -γιατί άλλη δεν έκαμνε η κακομοίρα εκείνη- ο δαρμός του δεν εφαίνετο να έχει τελειωμό, και η φυσική εξάντληση, που μόνη θα τον εσταματούσε, αργούσε ακόμη πολύ.»
Ο Παναγής δεν λυπόταν καθόλου την κόρη του, που την έβλεπε ως «ξένο κρέας», όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο αφηγητής, και δεν τον ενδιέφερε ακόμη κι αν πέθαινε:
«Ν’ αρρωστήσει και να πεθάνει, να πάει στο διάολο, αυτό παρακαλώ το Θεό μου. Ναι, να πεθάνει! Αυτό και μόνο μπορεί να τη σώσει από την ατιμία της και από την ντροπή της! Κοπέλα που αποδιαντράπηκε να γράψει σ’ έναν ξένο “είμαι δική σου”, δεν μπορεί άλλο να ζήσει στο σπίτι μου. Και αν δεν πεθάνει μονάχη της, θα την ξεκάμω εγώ, με τα χέρια μου!».
Όσο η Στέλλα συνέχιζε να επιμένει στον έρωτά της για το Χρηστάκη Ζαμάνο τόσο περισσότερο εξοργιζόταν ο πατέρας της και τη χτυπούσε καθημερινά. Κι όταν η μητέρα της άφησε να εννοηθεί στον Παναγή πως η Στέλλα σκεφτόταν ακόμη και να φύγει από το σπίτι -κάτι που θα αποτελούσε ανήκουστη ατιμία για την οικογένειά τους- ο Παναγής Βιολάντης την έκλεισε σε μια σοφίτα. Έπαψε να τη χτυπά, αλλά πλέον της έδινε μόνο λίγο ψωμί και νερό, ίσα για να επιβιώσει, και κάθε φορά τη ρωτούσε αν είχε μετανιώσει. Η Στέλλα επέμενε στην απόφασή της, μα σιγά-σιγά από τον καημό της άρχισε να αρρωσταίνει. Σταμάτησε να τρώει το ψωμί και αναζητούσε μόνο το νερό για να δροσίσει το σώμα της που έκαιγε από τον πυρετό. Πολύ σύντομα εξασθένησε τόσο, που όταν ο πατέρας της ανέβηκε στη σοφίτα για να την ενημερώσει με άφθονη χαιρεκακία πως ο Ζαμάνος θα παντρευόταν μια άλλη, τη βρήκε νεκρή.
Η Στέλλα Βιολάντη πέθανε από τη στεναχώρια της, χωρίς ποτέ να μάθει την αλήθεια για το Χρηστάκη Ζαμάνο και για την κοπέλα που σκόπευε να παντρευτεί. Όπως γράφει ο αφηγητής «πέθανε με τη γλυκιά πλάνη πως κάποιος την είχε αγαπήσει».

Βίντεο σχετικό με το θεσμό της προίκας στο Μπαγκλαντές το 2006. Απίστευτο! «Φόνευση γυναικών…»

Η ε π ο χ ή τ ο υ Δ ι α φ ω τ ι σ μ ο ύ – ΑΣΚΗΣΗ 1 σχολ. βιβλίου

263565_297701966996795_1599509985_n

Ε Ν Ο Τ Η Τ Α  1

Η εποχή του Διαφωτισμού

ΑΣΚΗΣΕΙΣ – ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

  1. Αφού μελετήσετε τις πηγές 3α, 3β και 4, να παρουσιάσετε σε σύντομο κείμενο τις πολιτικές θέσεις του Διαφωτισμού που υποστηρίζονται σε αυτές.

Οι θέσεις του  Λοκ  περί πολιτικής βίας αποτέλεσαν ένα από τα κύρια πολιτικά όπλα της ένδοξης επανάστασης στην Αγγλία (1688), της Αμερικανικής Επανάστασης (1776-1783) και της Γαλλικής Επανάστασης (1789). Ο φιλόσοφος στο έργο του «Δύο Δοκίμια περί Διακυβερνήσεως» υποστηρίζει τη χρήση της βίας. Θεωρεί ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται βία από τον λαό μόνο στην περίπτωση που και ο ηγεμόνας δεν συμπεριφέρεται βίαια.  Ειδάλλως, ο μοναδικός σωστός δρόμος είναι η βία, δηλ. να απαντήσει ο λαός με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, πληρώνοντας με το ίδιο νόμισμα. Οι απόψεις του φιλοσόφου, αν και δεν μπορούν να επικροτηθούν από κανένα νοήμονα άνθρωπο, παρ’ όλα αυτά ιστορικά δικαιώνονται, καθώς γνωρίζουμε ότι η βία γεννάει βία, και πολλές φορές από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης και έπειτα είδαμε την Ευρώπη να αιματοκυλίζεται.

Ο Ρουσσώ υποστηρίζει ότι σε μία αληθινή δημοκρατία ο λαός πρέπει να είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτεύματος. Δεν είναι, βεβαίως, τυχαίο ότι τις απόψεις του υιοθέτησαν οι ριζοσπάστες Ιακωβίνοι, που κυριάρχησαν κατά τη δεύτερη φάση της Γαλλικής Επανάστασης. Οι απόψεις όμως που ο μεγάλος φιλόσοφος διατύπωσε στο Κοινωνικό  του  Συμβόλαιο  (1762)  δεν  χρησιμοποιήθηκαν μόνο στην περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά, εξαιτίας της διαχρονικότητάς τους, υιοθετήθηκαν και από πολλά σύγχρονα κράτη, μεταξύ αυτών και από την Ελλάδα. Διότι, το σύστημα των εκλογών, έτσι όπως έχει την Πολιτεία μας, αυτό ακριβώς ορίζει, δηλ. ότι οι κυβερνήσεις δεν είναι άρχουσες αλλά αρχόμενες, ο λαός είναι αυτός που πραγματικά εξουσιάζει και το σώμα των ψηφοφόρων είναι αυτό που ανά  τακτά  χρονικά  διαστήματα δίνει εντολή στους εκάστοτε πολιτικούς σχηματισμού κυβέρνησης. Αυτή εξάλλου είναι και η βασική διαφορά Μοναρχίας – Δημοκρατίας.

Η διάκριση των εξουσιών ήταν το μέτρο που πρότεινε ο  Μοντεσκιέ προκειμένου να αντιμετωπισθεί η αυθαιρεσία που προέκυπτε ως αποτέλεσμα της μονάρχη συγκέντρωσης όλων των εξουσιών στα χέρια ενός απόλυτου. Και οι απόψεις του Μοντεσκιέ συνεχίζουν να έχουν ισχύ ως σήμερα. Όλα τα δημοκρατικά κράτη, μεταξύ αυτών και η χώρα μας, έχουν προχωρήσει στη διάκριση των εξουσιών: νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική. Το λόγο για τον οποίο έπρεπε να γίνει όλο αυτό μάς τον εξηγεί ο Μοντεσκιέ, αν και είναι εντελώς εμφανής για τον καθένα μας, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά σε γεγονότα της ιστορίας σε χρόνια όπου κυβερνούσαν μονάρχες απολυταρχικά. Όπως δηλώνει και ο φιλόσοφος στο έργο του Το   Πνεύμα   των   Νόμων  (L’ Εsprit des Lois) «δεν υπάρχει ελευθερία όταν συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο ή στο ίδιο διοικητικό σώμα, η νομοθετική με την εκτελεστική δύναμη»

«Του νεκρού αδερφού» – Δημοτικό τραγούδι

Για το δημοτικό τραγούδι «Του νεκρού αδερφού» (επιλογή – επεξεργασία από το blog του Κων/νου Μάντη: http://latistor.blogspot.gr/2014/05/blog-post_26.html)

ceb1reti

Α΄ ΜΕΡΟΣ

«Του νεκρού αδελφού» (απαντήσεις σε κάποιες ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου)

Η υπερφυσική ιστορία του νεκρού αδελφού, που τον σηκώνουν από το μνήμα οι κατάρες της μάνας, για να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε, είχε, όπως μαρτυρούν οι πολλές παραλλαγές, ευρύτατη διάδοση όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στους βαλκανικούς και τους άλλους λαούς της Ευρώπης.

Η προέλευση του τραγουδιού αυτού έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές. Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι το τραγούδι είναι από τα πιο παλιά ελληνικά τραγούδια και πλάστηκε πριν από τον 9ο μ.Χ. αιώνα στην περιοχή της Μ. Ασίας. Ακόμη υποστηρίζεται ότι ο μύθος του συνδέεται με την αρχαία μυθολογία, την επάνοδο του Άδωνη στη γη ή την ιστορία της Δήμητρας και της Κόρης.

Το θέμα το έχουν χρησιμοποιήσει στα έργα τους πολλοί λογοτέχνες, Έλληνες και ξένοι. Από τους Έλληνες δραματοποίησαν το τραγούδι ο Αργ. Εφταλιώτης, ο Φώτος Πολίτης και ο Ζ. Παπαντωνίου.

 Ποιες σκέψεις και διαθέσεις σας υποβάλλουν οι επτά πρώτοι στίχοι;

Οι εισαγωγικοί στίχοι του ποιήματος μας παρέχουν μια σειρά πληροφοριών για την οικογένεια του ήρωα και μας αποκαλύπτουν στοιχεία για τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων εκείνης της εποχής.

–          Η μητέρα έχει εννιά γιους και μόνο μια κόρη, την οποία αγαπά ιδιαίτερα και τη φροντίζει με ποικίλους τρόπους. Η ξεχωριστή αγάπη της μητέρας, μας βοηθά να καταλάβουμε πώς θα ένιωσε και πόσο θα στεναχωρήθηκε όταν έφτασαν οι προξενητάδες για την κόρη της.

–          Το γεγονός ότι οι προξενητάδες έρχονται από τη Βαβυλώνα, υποδηλώνει έμμεσα πως η Αρετή ήταν εξαιρετικά όμορφη και πως η φήμη της ομορφιάς της έχει ξεπεράσει τα όρια της δικής της πόλης.

–          Η έννοια του προξενιού, που έχει εκλείψει στις μέρες μας, ήταν σχεδόν ο μοναδικός τρόπος για τη σύναψη γάμων σε παλαιότερες εποχές. Οι κοπέλες, τότε, δεν είχαν κανένα λόγο στην επιλογή του συζύγου τους και όφειλαν να υπακούσουν στις αποφάσεις της οικογένειάς τους.

–          Η μικρή ηλικία της Αρετής -μόλις 12 ετών- αποκαλύπτει τη διαφορετική νοοτροπία της εποχής, σχετικά με την κατάλληλη ηλικία για το γάμο των κοριτσιών.

–          Η μητέρα φροντίζει με κάθε τρόπο να μη βλέπει ο ήλιος την κόρη της, στοιχείο που συνάδει με την εκτίμηση που είχαν παλαιότερα οι άνθρωποι για τη λευκότητα της επιδερμίδας. Το να έχει μια γυναίκα ολόλευκο δέρμα σημαίνει ότι ανήκει σε καλή οικογένεια και πως δεν έχει ανάγκη να εμπλέκεται στις καθημερινές εργασίες. Παράλληλα, η φροντίδα της μητέρας συνδέεται και με την επιθυμία της να προφυλάξει την κόρη της από τα αδιάκριτα βλέμματα. Η αγνότητα του κοριτσιού είναι πολύτιμη και πρέπει να προφυλαχθεί με κάθε τρόπο.

–          Το γεγονός ότι στους εισαγωγικούς στίχους δεν γίνεται μνεία στον πατέρα των παιδιών, μας κάνει να καταλάβουμε ότι η μητέρα έχει χάσει τον άντρα της και είναι η ίδια υπεύθυνη για την προστασία των παιδιών της.

Οι εισαγωγικοί αυτοί στίχοι μας μεταδίδουν την ιδιαίτερη αγάπη της μητέρας και καθιστούν σαφές πως η μητέρα θα στεναχωριόταν πάρα πολύ, τώρα που έφτασε ο καιρός να παντρέψει τη μοναχοκόρη της. Επίσης, μας δημιουργούν μια αίσθηση συμπόνιας για την Αρετή, η οποία θα αναγκαστεί να στερηθεί τη μητρική φροντίδα και να φύγει, σε τόσο νεαρή ηλικία, μακριά από τους δικούς της. Η μικρή κοπέλα, χωρίς να έχει δικαίωμα να εκφράσει την άποψή της, θα πρέπει να μπει σε μια νέα οικογένεια, όπου δεν γνωρίζει κανέναν και θα πρέπει παράλληλα να αναλάβει τα καθήκοντα του συζυγικού βίου.

Η βασική διάθεση, επομένως, των αρχικών στίχων είναι η θλίψη για τον πρόωρο και αναγκαστικό αποχωρισμό της μικρής Αρετής από τη μητέρα και τα αδέρφια της.

Τι φανερώνει η συζήτηση στο οικογενειακό συμβούλιο α) για τον τύπο της οικογένειας και β) για τις αντιλήψεις των μελών της οικογένειας;

α) Η συζήτηση του οικογενειακού συμβουλίου αναδεικνύει τη διάθεση των μελών της οικογένειας να λάβουν από κοινού μιαν απόφαση για το μέλλον της Αρετής. Σ’ αυτή τη συζήτηση, βέβαια, δε συμμετέχει η ίδια η Αρετή, εφόσον ως γυναίκα δεν έχει δικαίωμα να εκφέρει άποψη για το μέλλον της. Η οικογένεια αυτή παρουσιάζει μια σημαντική έλλειψη, καθώς δεν υπάρχει ο πατέρας, οπότε η μητέρα αναλαμβάνει να αναπληρώσει τη θέση του, όχι όμως λαμβάνοντας η ίδια την απόφαση, ως αρχηγός της οικογένειας, αλλά συμβουλευόμενη τη γνώμη των γιων της.

Η οικογένεια διαφοροποιείται, έτσι, από τις αμιγώς ανδροκρατούμενες οικογένειες εκείνης της εποχής, λόγω της απουσίας του πατέρα. Σε περίπτωση που ο πατέρας ήταν παρών, θα έπαιρνε μόνος του την απόφαση, μιας και η τότε κοινωνία του αναγνώριζε το δικαίωμα να ελέγχει τη μοίρα των παιδιών του.

β) Στα πλαίσια της συζήτησης γίνεται φανερό πως 8 από τα αγόρια, όπως και η μητέρα, δεν θέλουν να παντρέψουν την Αρετή σε μια τόσο μακρινή πόλη. Δε συμφωνούν, δηλαδή, με το να φύγει η μικρή κοπέλα στην ξενιτιά, καθώς δε θα είχαν πια τη δυνατότητα να τη βλέπουν και θα έπρεπε να στερηθούν πλήρως την παρουσία της. Αυτό δε σημαίνει πως διαφωνούν με τη σκέψη του γάμου της, καθώς για τα δεδομένα της εποχής η κοπέλα βρισκόταν πλέον σε ηλικία κατάλληλη για να παντρευτεί, δε θέλουν απλώς να τη δουν να φεύγει τόσο μακριά από το σπίτι τους.

Σε πλήρη αντίθεση με την υπόλοιπη οικογένεια βρίσκεται ο Κωσταντής, που θεωρεί ότι δεν είναι κακή ιδέα να παντρέψουν την Αρετή στα ξένα, μιας και τόσο ο ίδιος που ταξιδεύει συχνά, όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, θα είχαν πλέον ένα δικό τους άνθρωπος στη μακρινή αυτή περιοχή. Η σκέψη του Κωσταντή βασίζεται περισσότερο στην έννοια του συμφέροντος, υπό την έννοια ότι ο γάμος της αδερφής του θα δημιουργούσε δεσμούς με μια ξένη πόλη, που θα μπορούσαν στο μέλλον να τους φανούν χρήσιμοι.

Από τη μία, επομένως, έχουμε την κυριαρχία του συναισθήματος με τη μητέρα να μη θέλει να αποχωριστεί την κόρη της κι από την άλλη έχουμε μια πιο εκλογικευμένη προσέγγιση, με τον Κωσταντή να υπολογίζει τα ενδεχόμενα οφέλη που θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτόν τον γάμο.

Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί πως η μητέρα εμφανίζεται πιο προσεκτική και προνοητική στους συλλογισμούς της, καθώς εύλογα αναρωτιέται πως θα μπορεί να έρχεται η Αρετή κοντά τους σε περίπτωση πόνου ή χαράς. Η μητέρα, δηλαδή, ανησυχεί πως η απομάκρυνση της Αρετής μπορεί να σημάνει μια απόλυτη διακοπή στις μεταξύ τους σχέσεις, αφού η κόρη της δε θα είναι σε θέση να συμμετέχει τόσο στις άσχημες όσο και στις ευτυχισμένες στιγμές της οικογένειας.

Σ’ αυτές τις ανησυχίες της μητέρας ο Κωσταντής απαντά μ’ έναν βαρύ όρκο, τον οποίο όμως δίνει σε μια στιγμή που είναι νέος και υγιής και αισθάνεται πως τίποτε δε θα μπορεί να τον εμποδίσει από το να βρεθεί κοντά στην αδερφή του.

Το τραγούδι κινείται ανάμεσα σε δυο κόσμους: τον κόσμο του πραγματικού και τον κόσμο του φανταστικού. Να βρείτε πώς συνυφαίνονται οι δυο αυτοί κόσμοι, αφού επισημάνετε τα σχετικά χωρία.

Το αρχικό μέσο για τη συνύφανση των δύο κόσμων είναι ο όρκος του Κωσταντή, που βάζει τον ουρανό κριτή και τους Αγίους μάρτυρες, πως ό,τι κι αν συμβεί, ακόμη κι αν έρθει θάνατος στην οικογένεια, εκείνος θα πάει να φέρει την Αρετή από τα ξένα.

Αμέσως μετά, έχουμε τις κατάρες της μητέρας, η οποία απαιτεί από τον Κωσταντή να τηρήσει την υπόσχεσή του και να της φέρει πίσω την κόρη της:

«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,

οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!

το τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;

Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,

αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».

  • Η κατάρα της μητέρας, θέτει σε κίνηση μια υπερφυσική κατάσταση, κατά την οποία ο Κωσταντής αναγκάζεται να βγει από τον τάφο του και να επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών, προκειμένου να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στη μητέρα του:

«Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,

η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.»

  • Η επιστροφή του Κωσταντή από τον κάτω κόσμο, σηματοδοτεί το πέρασμα της ιστορίας στον κόσμο του φανταστικού, όπου η φυσική τάξη των πραγμάτων διαταράσσεται. Πλέον, καθετί απρόσμενο και υπερφυσικό, μοιάζει πιθανό, μιας κι έχει ανατραπεί η ισορροπία της πραγματικότητας.

«Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι

και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.»

  • Ο νεκρός Κωσταντής εμφανίζεται να υπερβαίνει την πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας για άλογό του ένα σύννεφο και το φως του αστεριού για χαλινάρι. Η υπερφυσική επιστροφή του νεκρού στον κόσμο των ζωντανών καθιστά δυνατό καθετί που μέχρι πρότινος θα έμοιαζε υπερβολικό. Η φύση, έτσι, εμφανίζεται να υποτάσσεται στον Κωσταντή, που για χάρη της μητέρας του, καταπάτησε κάθε φυσικό νόμο.

«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!»

  • Τα λόγια που ακούγονται από τα πουλιά, έρχονται να τονίσουν το αφύσικο της παρουσίας του Κωσταντή, της παρουσίας δηλαδή ενός νεκρού που κινείται μαζί με τους ζωντανούς. Τα πουλιά παύουν να κελαηδούν και αποκτούν πλέον ανθρώπινη ομιλία, στοιχείο που συνάδει με την υπέρβαση της πραγματικότητας που συντελέστηκε με την έξοδο του Κωσταντή από τον τάφο του.

Με την παρουσία του νεκρού Κωσταντή και με τις ομιλίες των πουλιών που εκφράζουν εμφατικά το θαυμαστό και συνάμα αφύσικο γεγονός της επιστροφής του Κωσταντή, ο κόσμος της πραγματικότητας διαπλέκεται με τον κόσμο της φαντασίας, όπου δεν υπάρχουν πια όρια και οτιδήποτε, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται μπορεί να συμβεί.

Η φυσική τάξη θα αποκατασταθεί μόνο με την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Κωσταντή και το γύρισμά του στον τάφο:

«Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.

Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.»

Από τα στοιχεία του τραγουδιού να βρείτε μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά των παραλογών, ως προς το θέμα και τη μορφολογία.

Οι παραλογές είναι πολύστιχα αφηγηματικά τραγούδια με ιδιαίτερο γνώρισμα το παραμυθικό στοιχείο.

  • Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, σε σύγκριση με άλλα δημοτικά τραγούδια, μπορεί να θεωρηθεί πολύστιχο, μιας και ξεπερνά σε έκταση τα παραδοσιακά ιστορικά και κλέφτικα τραγούδια.
  • Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, έχει εμφανή αφηγηματικό χαρακτήρα, καθώς όλα τα γεγονότα μας δίνονται από κάποιον αφηγητή. Μάλιστα, στους τρίτους πρώτους χρόνους διαπιστώνουμε ότι ο αφηγητής απευθύνει το λόγο στη μητέρα κι αμέσως μετά συνεχίζει την αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο, ως παντογνώστης αφηγητής, αποστασιοποιημένος και χωρίς συμμετοχή στα διαδραματιζόμενα.
  • Ως προς το περιεχόμενο παρατηρούμε ότι το τραγούδι καταπιάνεται με τις δραματικές περιπέτειες της ζωής (το ξεκλήρισμα μιας ολόκληρης οικογένειας, από αρρώστιες κι από αβάσταχτο συναισθηματικό πόνο). Επίσης, η επάνοδος του νεκρού Κωσταντή στον κόσμο των ζωντανών και η αναφορά στο σύννεφο που το χρησιμοποιεί ως άλογο, όπως και τα πουλιά που μιλούν με ανθρώπινη ομιλία, καθιστούν έντονο το παραμυθικό στοιχείο.